Wednesday, April 25, 2007

Του Αγίου Γεωργίου τα βγάζουνε...

Η προχθεσινή ημέρα, αν και ξημέρωσε εορταστική για εμάς τους Γιώργηδες και τις Γεωργίες, αποδείχθηκε (για εμένα) μεγάλο φιάσκο πριν περάσουν καλά καλά δύο ωρίτσες από το μπρέκφαστ και κάπως έτσι, αφότου πέρασα πολλές ώρες να βγάζω μαύρους καπνούς οργής από τα αυτιά, να απαντάω απότομα στους δόλιους καλοπροαίρετους που με έπαιρναν τηλέφωνο για να μου ευχηθούν «Χρόνια Πολλά» αλλά και να επιτίθεμαι φραστικά σε τετράχρονα που βρίσκονταν στο δρόμο μου, κατέληξα στις πεντέμιση το απόγευμα να ουρλιάζω στο ακουστικό και μέσα στο αυτί της Ράνιας «ΕΦΤΑ Η ΩΡΑ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ. ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΩ ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΚΑΝΟΝΙΣΕΙ ΜΕ ΑΛΛΟ ΓΙΩΡΓΟ, ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΗΔΗ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ ΝΕΥΡΑ.». Η Ράνια, κορίτσι από σπίτι, ηθικό και πράο, αρκέστηκε στο να αποκριθεί «Εντάξει, λοιπόν, εφτά η ώρα στον Ιανό με το κράνος μου» και να κλείσει απαλά απαλά το τηλέφωνο, ενώ, τέσσερα παρόμοια τηλεφωνήματα μετά, είχα ήδη οργανώσει (ή, καλύτερα, τρομοκρατήσει) τη μικρή μου παρεούλα προς εορτασμό αυτής της πολύ σημαντικής ημέρας.

Πράγματι, δύο ωρίτσες αργότερα, περιτριγυρισμένη από τους φίλους μου, οι οποίοι με τη βοήθεια λίγου αλκοόλ είχαν ήδη σταματήσει να με φοβούνται και είχαν αρχίσει να θυμούνται γιατί με συμπαθούν, κατάφερα και εγώ να ξεχάσω τα φοβερά μου νεύρα (τα οποία, αμυδρά πλέον θυμόμουν ότι είχαν πυροδοτηθεί από ένα μαινόμενο αφεντικό στις εννιά παρά τέταρτο, έναν καραγκιόζη ταξιτζή ο οποίος επέμενε ότι η Βασ. Γεωργίου στο λιμάνι δεν πιάνει την παραμικρή κίνηση το πρωί, αλλά και έναν Βραζιλιάνο χασοδίκη που δεν σηκώνει το τηλέφωνο εδώ και μία εβδομάδα) και να απολαύσω τη φανταστική μου παρέα. Η πρόοδος που σημειώθηκε στη διάθεσή μου πήγε να χαλάσει προς στιγμήν, όταν είδα τον Άκη (άρτι αφιχθέντα από τον αγώνα που είχε με την ομάδα Μπάτμινγκτον της Οξφόρδης) να ανεμίζει μια σακούλα βιβλιοπωλείου μπροστά μου, αλλά ευτυχώς, η τραγωδία απετεύχθη, καθώς το βιβλίο που μου πήρε για δώρο δεν το είχα ήδη διαβάσει, σε αντίθεση με τα τελευταία τριάντα έξι που μου έχει κατά καιρούς μοστράρει για γενέθλια, γιορτές και λοιπές αφορμές. Η ατμόσφαιρα πάγωσε επίσης για λίγο όταν η Ράνια έβγαλε από την τσάντα της ένα αντιγραμμένο σιντί εν είδη δώρου, την ώρα που όλοι ξέρουμε ότι εκατομμύρια δολάρια αλλάζουν χέρια καθημερινά στο δικηγορικό γραφείο – βιτρίνα στο οποίο εργάζεται, και πολλά από αυτά καταλήγουν στην τσέπη της (απόδειξη για το πόσο αποδίδουν οι δουλειές με τις οποίες έχει καταπιαστεί, αποτελεί και το γεγονός ότι καθημερινά η κυρία την κοπανάει από το γραφείο μόλις το ρολόι δείξει δώδεκα το μεσημέρι – μέχρι εκείνη την ώρα έχει ήδη εισπράξει όσα ο μέσος νεοέλληνας δανείζεται από την Τράπεζα για να χτίσει το πρώτο του αυθαίρετο) , ωστόσο έδωσα τόπο στην οργή και δεν έκανα σκηνή γιατί σκέφτηκα επιπλέον, πως δεν θα ήθελα να είναι το δώρο της γιορτής μου αγορασμένο με ύποπτα χρήματα.

Πάνω που αρχίσαμε να νιώθουμε χαλαροί και αστείοι, ωστόσο, ο χώρος του καφέ στον Ιανό γέμισε ξαφνικά από μαλλιάδες, μουσάτους και, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον, άπλυτους κοντοπίθαρους τύπους, οι οποίοι κοιτούσαν δεξιά και αριστερά λίγο σα να ψάχνουν την τουαλέτα, λίγο σα να αναζητούν το σωστό επιθετικό προσδιορισμό για να υμνήσουν το χρώμα των βοστρύχων της καλής τους. Τότε ήταν που πληροφορηθήκαμε από τους αρμόδιους ότι οι εν λόγω κοντοπίθαροι δεν βρέθηκαν από σύμπτωση όλοι εκεί, αλλά τύγχαναν Ισπανοί ποιητές (εξού, ενδεχομένως και τα πλάνα ονειροπόλα βλέμματα πάνω από τα μούσια) οι οποίοι είχαν μαζευτεί για να απαγγείλουν τα ισπανικά ποιήματά τους. Σύντομα, έγινε φανερό ότι ήμασταν οι μόνη παρέα που δεν έπινε το ποτό της στον Ιανό με σκοπό να απολαύσει αλλοδαπή λυρική τέχνη και ακόμα πιο σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι, εάν συνεχίζαμε να περνάμε τόσο καλά και να το εκφράζουμε με δυνατές φωνές και γέλια, θα τρώγαμε άσχημο βρωμόξυλο. Όταν η ευτραφής κυρία με το κούρεμα Τζίμι Χέντριξ, η οποία καθόταν μπροστά μας, μας έκανε για δεύτερη φορά την παρατήρηση κοιτώντας μας όλο μίσος και απειλώντας να καταγείλει την ασεβή συμπεριφορά μας στον Βαγγέλη το Σερβιτόρο, καταλάβαμε πως είχε έρθει η ώρα να μαζέψουμε τα μπογαλάκια μας. Πράγματι, εκτός από τη Λίζα, η οποία ήταν η μοναδική που καταλάβαινε τους Ισπανούς μαλλιάδες και τα Ισπανικά τους χαικού (και η Μαρία ξέρει Ισπανικά, αλλά η καινούρια της περμανάντ την εμπόδιζε να ακούσει καθαρά αυτά που απαγγέλονταν επί σκηνής) κανείς άλλος δεν έπιανε λέξη από τα λεγόμενα (παρότι είμαστε παρέα αρκετά κουλτουριάρικη – ο Αντώνης έχει μάλιστα στην κυριότητά του μία ποιητική συλλογή του Ρίλκε, ενώ ο Άκης με ξύπναγε πάντα όταν έμπαινε για μάθημα η καθηγήτρια της Λυρικής Ποίησης) επομένως δεν υπήρχε πραγματικά κάποιος λόγος να μείνουμε στο εν λόγω καφέ. Σηκωθήκαμε, πληρώσαμε, μαζέψαμε τα πράγματά μας και φροντίζοντας να κάνουμε όσο πιο πολύ θόρυβο μπορούσαμε, αποχωρήσαμε με το κεφάλι ψηλά. Αργότερα, η Λίζα μας δήλωσε ότι άκουσε Ισπανικές βλασφήμιες να απαγγέλονται από τη σκηνή, σε άψογο λυρικό μέτρο.

Στο επόμενο μπαράκι που πήγαμε, αντιμετωπίσαμε πολλά και διάφορα προβλήματα απανωτά. Καταρχήν, αντίθετα με τον Ιανό, όποιος δεν ούρλιαζε εκεί μέσα δεν είχε καμμιά πιθανότητα ούτε να μιλήσει με το διπλανό του, αλλά ούτε και να πιει το ποτό το οποίο πραγματικά παρήγγειλε. Κάπως έτσι, πριν περάσει καλά καλά το πρώτο μισάωρο, βρέθηκε ο Αντωνάκης να πίνει Χάινεκεν με τζιν & τόνικ, και η Ράνια τίποτα. Τότε σταματήσαμε να μιλάμε εντελώς και επιδοθήκαμε στο αγαπημένο μας σπορ όταν βγαίνουμε, το οποίο είναι να αγκαλιαζόμαστε, να φιλιόμαστε και να τραβιόμαστε φωτογραφίες (βλ. λίγα ποστ παρακάτω) . Στη συνέχεια, άξαφνα και κάτω από τις μύτες όλων μας, ο Άκης πήγε και εξαφανίστηκε. Στην αρχή πιστέψαμε ότι πήγε να λογαριαστεί με τη σερβιτόρα γιατί του έφερε λάθος ποτό (λες και στους άλλους έφερε το σωστό!) αλλά, όσο περνούσε η ώρα και εκείνος (ο Άκης) δεν εμφανιζόταν ενώ εκείνη (η σερβιτόρα) έκοβε άνετα σουλάτσα περιφέροντας το γεμάτο (λάθος ποτά) δίσκο της μπροστά μας, καταλάβαμε ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Πράγματι, όταν έκλεισε μισή ώρα απουσίας, η ανήσυχη ομάδα μας μαζεύτηκε και με τα κεφάλια ενωμένα σαν την Εθνική Ελλάδος στο τελευταίο τάιμ άουτ του αγώνα, αρχίσαμε να κάνουμε μπρέιν στόρμινγκ για το πώς θα ξαναβρούμε τον Άκη, ο οποίος είναι αξιολάτρευτο παιδί και πολύ καλός φίλος και είχε ήδη λείψει σε όλους μας. Πάνω που η Λίζα πρότεινε να πάρουμε τηλέφωνο στο «Χαμόγελο του παιδιού» και όλοι τείναμε να συμφωνήσουμε μαζί της, διαπιστώσαμε με φρίκη ότι από τη χαρωπή παρέα μας έλειπε τώρα και η Ράνια! Κύματα απελπισίας άρχισαν να εξαπλώνονται στη μικρή μας εορταστική ομάδα η οποία είχε ήδη χάσει δύο μέλη – κλειδιά της, ενώ η αγωνία για την τύχη αυτών που είχαν μείνει πίσω άρχισε να κορυφώνεται κατακόρυφα. Στα μάτια μας μπορούσε πλέον να διακρίνει κανείς το φόβο ότι σε αυτό το μπαράκι από την κόλαση που μας είχαν οδηγήσει οι βρωμύλοι Ισπανοί ποιητές θα αφήναμε και το τελευταίο μας κοκαλάκι, ενώ μια χοντρή στάλα ιδρώτα άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του Αντωνάκη, όταν κάποιος θυμήθηκε από το πουθενά ότι η Ράνια είχε αποχωρήσει διότι είχε να πάει και σε άλλο Γιώργο, (είχε, μάλιστα χαιρετίσει την παρέα και πληρώσει για την μπύρα που δεν ήπιε! – εμ, βέβαια, άμα έχεις λεφτά με τη σέσουλα…) ενώ πριν προλάβουμε να χαρούμε για τη λύση του ενός μυστηρίου, φάνηκε και ο Άκης σώος και αβλαβής να μπαίνει από την πόρτα. Αφού τον υποδεχτήκαμε όλο αγκαλιές και φιλιά και τον κατσαδιάσαμε για την τρομάρα που μας έδωσε (εκείνος μας κοίταξε σα να είμαστε χαζοί και δήλωσε ότι είχε βγει απλώς έξω να κάνει ένα τηλεφωνάκι – σίγουρα κάποια βρωμοδουλειά, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ούτε η μυστικότητα ούτε η διάρκεια της συνδιαλλαγής – ενδεχομένως να τον έχει πιάσει στα νύχια της η Ράνια) αποφασίσαμε πως η βραδιά δεν σηκώνει άλλες συγκινήσεις και σηκωθήκαμε να πάμε σπίτια μας.

Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, πρέπει να πω πως η προχθεσινή εορταστική ημέρα ξεκίνησε λίγο στραβά αλλά τελείωσε περίφημα χαρίζοντάς σε όλους μας πολύτιμες αναμνήσεις (αν εξαιρέσεις το περιστατικό με το τετράχρονο, για το οποίο δεν είμαι ιδιαίτερα περήφανη, αλλά δεν μπορείς να τους κερδίσεις και όλους). Έχω και φωτογραφίες προς δημοσίευση και επίρρωση των ισχυρισμών μου, αλλά θέλω να δω αν θα με πληρώσει κανένας από τους καλούς μου φίλους και πρωταγωνιστές της εορταστικής βραδιάς για να τις κρατήσω κλειδωμένες στο συρτάρι.

Και του χρόνου!

Tuesday, April 17, 2007

Wednesday, April 11, 2007

Το Πάσχα του Βατάνεν

Τρεις ημέρες πριν το Πάσχα έριξα το αυτοκινητάκι μου σε ένα ρέμα και κατέστρεψα για τα καλά τα καινούρια μου ακριβοπληρωμένα ακρόμπαρα (βλέπε λίγα ποστ παρακάτω). Το Μεγάλο Σάββατο πήρα τον αγαπημένο μου και πήγα στη Βόρεια Εύβοια, από όπου και οι φωτογραφίες που βλέπετε από κάτω. Πήρα φωτογραφίες μόνο βαρκούλες, γιατί οι βαρκούλες, ως γνωστόν, δεν έχουν κρεμαγιέρες και δεν χρήζουν συνεργείων, αφήστε που οι διαδρομές τους περιορίζονται στα κρυστάλινα νερά του πελάγους, με τα κυματάκια να χαιδεύουν φλάπα - φλούπα πλώρη και πρύμνη χωρίς να έχεις το φόβο να σου εμφανιστούν από το πουθενά δέντρα, χαντάκια και ανεκδιήγητοι παλιοκαραγκιόζηδες που ΔΕΝ ΕΙΔΑΝ ΤΟ ΣΤΟΠ ΠΑΡΟΤΙ ΗΤΑΝ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΟΣΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥΣ ΣΕ ΜΕΓΕΘΟΣ.
Στη Βόρειο Εύβοια κατάφερα να ηρεμήσω, να λησμονήσω την τραυματική εμπειρία της Μεγ. Τετάρτης αλλά και να συμβιβαστώ με τ0 γεγονός ότι όλα τα καθάρματα που αποκαλώ φίλους μου εδώ και χρόνια με έχουν για κλεφτρόνι, μόνο και μόνο επειδή μου διαφεύγει κατά καιρούς να τους επιστρέψω τα σιντί και τα βιβλία που μου δανείζουν με αποτέλεσμα να παρέρχεται η πενταετία η οποία επιφέρει χρησικτησία για τα κινητά αντικείμενα και αυτά να γίνονται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ. Θέλω εδώ, για να μην είμαι άδικη να πω ότι είναι όλοι τους καθάρματα εκτός από τον Άκη ο οποίος είχε αγώνα σκουός με την ομάδα του Πρίνσετον και δεν μπόρεσε να εκφράσει τη δική του άποψη επί του ζητήματος, η οποία, ωστόσο, έτσι κι αλλιώς θα είναι ευνοΐκή για εμένα γιατί αυτός ξέρει πιο καλά από όλους ότι όταν δανείζομαι κάτι το επιστρέφω αμέσως και ότι εκείνο το βρωμοσιντί του Εμιρλή το οποίο με ανάγκασε να του αγοράσω στα γενέθλιά του βρίσκεται ακόμα στο δωμάτιό μου γιατί εκείνος όλο λησμονεί να έρθει να το μαζέψει.
Στη Βόρειο Εύβοια φάγαμε μαγειρίτσα το βράδυ της Ανάστασης και φρέσκα ψάρια την Κυριακή του Πάσχα σε ένα ταβερνάκι πάνω στο κύμα, κάναμε φοβερές βόλτες με το αυτοκίνητο (όχι το δικό μου, προφανώς) χωρίς να το ρίξουμε ούτε μια φορά πάνω σε ένα δέντρο, γεγονός το οποίο δε λέει και πολλά για την αίσθηση της αδρεναλίνης μας αλλά από την άλλη μας βοήθησε να γυρίσουμε άνετοι και μάγκες κάθε βράδυ στο ξενοδοχείο και να μη στηνόμαστε στη στάση για το ΚΤΕΛ, ενώ είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε νέους φίλους (όπως για παράδειγμα το Λάμπη, τον εννιάχρονο σερβιτόρο, που πρότεινε να πάμε για ιππασία την ώρα που μας έφερνε τους αχνιστούς κολιούς και εκείνο το παράνομο ζευγαράκι μεσηλίκων οι οποίοι έντρομοι μας παρακάλεσαν να τους χαρίσουμε το χάρτη μας γιατί είχαν ήδη κάνει δεκαεφτά κύκλους γύρω από την ίδια ρεματιά και είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι θα τους έκανε σύντομα τσακωτούς ο σύζυγος της κυρίας ο οποίος προφανώς ήταν υποψιασμένος για το δεσμό τους - αλλά και δυνατός γνώστης γεωγραφίας της Εύβοιας ) καθώς να χαζέψουμε μία μικρή αποικία κοτοπούλων τα οποία είχαν επαναστατήσει και αποσχιστεί από το κεντρικό κοτέτσι και είχαν στήσει ένα μικρό φρούριο με φράχτες, σημαίες και από όλα, λίγα μέτρα μετά την έξοδο του γραφικού Δρυμώνα, πριν τους καταρράκτες και απέναντι από το μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ. Φοβεροί τσαμπουκάδες αυτά τα κοτόπουλα, όταν περνούσαμε από δίπλα τους βάλαμε τη μηχανή στο νεκρό και προσπαθήσαμε να περάσουμε όσο πιο απαρατήρητοι γινόταν.
Για να μην τα πολυλογώ, λοιπόν,το Πάσχα κύλησε περίφημα παρά τις κατηγορίες για υπεξαίρεση, τα δέντρα που ξεφύτρωσαν από το πουθενά και την απειλή των κοτόπουλων - ζαπατίστας, και δεν βλέπω την ώρα για την επόμενη αργία, προκειμένου να ξαναζήσω τέτοιες αξέχαστες στιγμές ξεγνοιασιάς μόνη και με τους φίλους μου (οι οποίοι είναι καραγκιόζηδες, όπως είπαμε, αλλά δεν έχω άλλους). Χριστός Ανέστη!
Υ.Γ. Το κλιουδάκι μου βρίσκεται στα νύχια του Βαγγέλη του Συνεργειά (σιγά μην το πήγαινα στο Μήτσο πάλι!!) και ελπίζουμε μόνο για το καλύτερο. Ο Βαγγέλης ελπίζει, δηλαδή, πράγμα το οποίο άρχισε να κάνει ήδη από το πρώτο δευτερόλεπτο που με είδε να μπαίνω στο πάρκινγκ του συνεργείου του, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Εγώ τα βλέπω σκούρα τα πράγματα.