Tuesday, August 28, 2007

Monday, August 13, 2007

ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ ΑΣΤΕΙΑ








Ύστερα από το εκατοστό απειλητικό τηλεφώνημα που δέχτηκα από φανατικό θαυμαστή αυτού του μπλογκ, ο οποίος απειλούσε ότι θα μου σπάσει τα γόνατα αν δεν γράψω κάτι φοβερά πνευματώδες σαν κι αυτά που συνηθίζω, είπα να ανασυγκροτηθώ και να κάτσω μπροστά στον προσέσορα, γιατί η καλή φήμη και οι χιλιάδες θαυμαστές θέλουν τέτοια απαιτητική συντήρηση, όσο και μια φρέσκια κουπ από Κολονακιώτικο κομμωτήριο. Επιπλέον, δεν είναι να αστειεύεσαι με τους φανατικούς θαυμαστές, γιατί δεν ξέρεις ποτέ ποιός είναι ικανός για τί, και εγώ είμαι από τα κορίτσια που αγαπούν να έχουν το νώτα τους καλυμμένα.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι η απουσία μου από τη σελίδα αυτή δεν οφείλεται στο γεγονός ότι παραθέριζα σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου, αλλά στο ότι έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη, μια και όλοι μου οι φίλοι και οι γνωστοί την κοπάνησαν με συνοπτικές διαδικασίες από την πόλη, ενώ εγώ έμεινα να φυλάω τα μετόπισθεν και να πίνω μοναχικά ουζάκια στο μπαλκονάκι μου, διαβάζοντας τον Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας. Μαζί με τα βρωμόσκυλα τους φίλους μου, οι οποίοι λιάζονταν αναίσχυντοι κάτω από τις εκασταχού κοκομπανάνες και αλοίφονταν αμφιμερώς και εκατέρωθεν με τα έτερα ημίσεά τους με λάδια και βούτυρα αντιηλιακά, απολαμβάνοντας το γλυκά βασανιστικό πλαφα – πλούφα της θαλασσίτσας και το χανγκόβερ από τις χθεσινοβραδυνές τεκίλες, αποχώρησε από το κλεινόν άστυ και η χαρά μου για αυτή τη ζωή. Ένιωθα μίζερη, κατεθλιμμένη και ολομόναχη σε αυτό τον κόσμο. Έπρεπε να κάνω κάτι.

Προσπαθώντας να αντιμετωπίσω τη φοβερή θλίψη στην οποία έτσι απροσδόκητα περιήλθα, αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο τη φίλη μου τη Τζένιφερ την Άνιστον, με την οποία είχαμε περάσει ένα θεότρελο καλοκαίρι στην Ανάφη, όταν εγώ ήμουν δευτεροετής στο πανεπιστήμιο κι εκείνη τα είχε μόλις ένα μήνα με τον Μπράντ, όπότε έκαναν ξεχωριστά διακοπές αλλά είχαν στραμπουλίξει τους αντίχειρές τους να στέλνουν φλογισμένα SMS ο ένας στον άλλον κάθε τρεις και δύο. Το Τζενιφεράκι είναι καλό παιδί, αλλά έχει λίγο τάση προς την ατέρμονη γκρίνια, επί παντός επιστητού, χαρακτηριστικό το οποίο της κόστισε στο τέλος και τον Μπράντ (ο οποίος την κοπάνησε με την Ατζελίνα όχι διότι η δεύτερη είναι πιό καλλίπυγος από τη Τζένιφερ, αλλά γιατί με τέσσερα μούλικα μέσα στο σπίτι και το τηλέφωνο να χτυπάει συνεχώς και να είναι κάποιος από τον τρίτο κόσμο που ζητάει βοήθεια ή της προσφέρει το παιδί του για υιοθεσία, απλά δεν έχει χρόνο για κρεβατομουρμούρα) . Σε κάθε περίπτωση, όποτε νιώθω ντάουν, της κάνω πάντα ένα τηλέφωνο της Τζένιφερ, γιατί η επική της μιζέρια με κάνει να νιώθω τρία τέσσερα κλικ καλύτερα. Περιττό να σας πω, βέβαια, ότι μετά το διαζύγιο αλλά και τη χυλόπιτα που έφαγε από τον Βινς Βόν, οι επιδόσεις της στο γκρινιάζειν, έχουν αγγίξει ολυμπιακά επίπεδα.

Το Σάββατο το πρωί, και αφού υπολόγισα τη διαφορά ώρας και θερμοκρασίας που έχει η Ανατολική Αττική με το λος Άτζελες , ελπίζοντας σε ένα τουλάχιστον μισάωρο τηλεφώνημα κλάψας, σχημάτισα όλο ανυπομονησία τον αριθμό της Τζένιφερ, καθώς βολευόμουν στην πολυθρόνα μου στο μπαλκονάκι και άπλωνα τα πόδια πάνω στο κάγκελο. Εκείνο το οποίο δεν υπολόγισα ήταν ότι το Τζενιφεράκι μόλις είχε τελειώσει την ανάγνωση των εβδομαδιαίων ταμπλόιτς, τα οποία, ομοφώνως, έφερναν τα χαρμόσυνα νέα χωρισμού του Μπράντ από την Ατζελίνα.

Το τηλέφωνο κουδούνισε και η – ασυνήθιστα χαρωπή - φωνή της Τζένιφερ ακούστηκε από την άλλη γραμμή.

- Χαλόου!!!!!
- Τζένιφερ! Χάλοου Ντάρλινγκ! Εδώ everydaygeorgia!
- Everydaygeorgia! Ντάρλινγκ! Χρόνια και ζαμάνια! Πώς είσαι; Τί κάνεις; Τί φαναστική χαρά το να ακούω τη φωνή σου!

Αυτή η υποδοχή από μόνη της θα έπρεπε να με έχει προιδεάσει. Συνήθως η Τζένιφερ απαντά στο τηλέφωνο με ένα βραχνιασμένο « Wha??» το οποίο μετά το διαζύγιο έγινε ένα οργισμένο « What the f**?» ενώ όταν ακούει το όνομα του συνομιλητή της μειδιά και αναστενάζει. Ωστόσο, πιστεύοντας πραγματικά πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει έτσι από τη μία μέρα στην άλλη, αδιαφόρησα για τον αλλόκοτο χαιρετισμό της και είπα να προετοιμάσω το έδαφος γαι λίγη γκουντ ολντ φάσιοντ κλάψα.

- Τζένιφέρ μου, δεν είμαι και πολύ καλά. Όλοι έχουν φύγει από την Αθήνα, εγώ, όπως ξέρεις, φέτος δεν έχω άδεια, κάνει ζέστη, άνθρωπο δεν έχω να πώ μια χαζομάρα να περάσει η ώ...
- Εγώ πάλι νιώθω ΓΑΜΑΤΑ! άκουσα τη βασίλισσα της μιζέριας να αναφωνεί, από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, αφήνοντάς με έκπληκτη.
- Έλα, τώρα, Τζενιφεράκι μου, που νιώθεις και γαμάτα, σκέψου το λίγο καλύτερα. Δεν νιώθεις καθόλου θλίψη για όσα έχεις τραβήξει τον τελευταίο χρόνο; Θέλω να πώ, από τη μία ο χωρισμός σου με τον Βινς κι ύστερα ο Μπραντ πήγε και έκανε και το μούλικο με την Ατζελίνα...
- Χού κέιρςςςς ντάρλιγκ;;;!! (σε αυτό το σημείο κατέβασα θορυβημένη τα πόδια από το κάγκελο και προσπάθησα να παρατηρήσω τον τόνο της φωνής της Τζένιφερ. Με δούλευε, ή είχε πάλι καπνίσει τη μαριχουάνα του Λατίνου κηπουρού;)
- Τζένιφέρ μου, πίστεψέ με, κανείς πραγματικά δεν χαίρεται πιο πολύ από εμένα που σε ακούω έτσι χαρούμενη επιτέλους, αλλά σε τί οφείλεται αυτή σου η αλλαγή διάθεσης; Θέλω να πω, μέχρι και την τελευταία φορά που μιλήσαμε ήθελες να κόψεις τις φλέβες σου ένεκα ο αποτυχημένος γάμος , που με τη μαμά σου είστε μονίμως στα μαχαίρια, που ο χρόνος κυλά και είναι ο χειρότερος εχθρός της επιδερμίδας, που τα «Φιλαράκια» είναι σόου γιέστερντει, και σήμερα ξαφνικά....
- Μα σήμερα, ντάρλινγκ, ο ήλιος ανατέλει πιο λαμπερός, και όλα τα πουλάκια κελαηδούνε για μένα! Είναι επίσημο, πλέον, δεν διάβασες το Πίπολ του σαββάτου; Ο Μπραντ και η Κακιασμένη Μάγισσα ΧΩΡΙΖΟΥΝ!!! Και ΑΥΤΗ θέλει και την κηδεμονία όλων των μυξιάρικων, που σημαίνει ότι ΑΥΤΟΣ θα γυρίσει πίσω στην αγκαλιά μου χωρίς καμμία απολύτως υποχρέωση!!! Αγάπη μου, σου λέω, έχω αυτή τη στιγμή στην άλλη γραμμή το καλύτερο κέιτερινγκ του Χόλυγουντ και ετοιμάζω ένα πάρτυ που θα μείνει στα χρονικά. Όλοι οι καλεσμένοι θα φοράνει καπελάκια που θα γράφουν «Ατζελίνα, πάρε τα αρ***** μου» και μπλουζάκια που θα φέρουν τη φωτογραφία της με ζωγραφισμένα μουστάκια και φρύδια παχιά σαν τη Μαρία την Άσχημη. Θα είναι ΤΕΛΕΙΑ!!!!Θα έρθεις;;;

Μουρμούρισα όπως όπως μία δικαιολογία για το ότι έπρεπε να το σκεφτώ και θα τελείωνε η χρονοκάρτα μου και έπρεπε να κλείσω και βάρεσα το ακουστικό στη βάση του όλο νεύρα. Η ευτυχία της πιο μίζερης γκόμενας του Χόλυγουντ με είχε κάνει πραγματικά έξαλλη. Τα αυτιά μου είχαν κοκκινήσει από την οργή μου και η πίεσή μου είχε ανέβει σε υψηλά για την εποχή επίπεδα. Αποφάσισα πως αυτή ήταν μια σωστή στιγμή να πάρω τον αγαπημένο μου τηλέφωνο, ο οποίος, μουσικός ων, ευρίσκετο σε κοσμικό Κυκλαδονήσι, περίφημο για τα ηλιοβασιλέματά του, για συναυλίες μαζί με την μπάντα του, εδώ και πολλές ημέρες. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν από νεύρα καθώς σχημάτισα τον αριθμό του κινητού του. Να σας πω εδώ ότι δεν μπήκα καν στον κόπο να κοιτάξω το ρολόι μου, που έδειχνε δέκα το πρωί, πράγμα που για έναν μουσικό που είχε λάιβ το προηγούμενο βράδυ ισοδυναμεί με το να ξυπνήσεις τη γιαγιά σου από το αυγουστιάτικο μεσημεριανό ραχάτι. Ωστόσο, έπρεπε, επιτέλους, να κάνουμε μια συζήτηση για την αγάπη μας εγώ και αυτός.

Για άλλη μία φορά άκουσα το ντριν ντριν στο αυτί μου, και μια νυσταγμένη φωνή απάντησε:
- Μουφχουμφχ...’μπρος;;;
- Εγώ. Η φωνή μου ήταν ψυχρή και σταθερή, ωστόσο, αν δεν ήταν τόσο κοιμισμένος θα ήταν σε θέση να προβλέψει τη συμφορά που θα ακολουθούσε σε λίγο.
- Μμμμμμ... τί ώρα είναι ρε σύ...πώπώ νύστα...μμμμμ....όλα καλά; Αυτή η αθώα ερώτηση ξύπνησε το τέρας, που πήρε μπρος πάραυτα.
- Καλά. Τί κάνεις. Καλά είσαι, φαντάζομαι. Κι εγώ καλά θα ήμουν, αν βρισκόμουν σε γνωστό για το ηλιοβασίλεμά του κυκλαδονήσι, έπαιζα την κιθαρούλα μου όλη τη νύχτα ώς το πρωί, τριγυρισμένη από φορτισμένους ερωτικά τουρίστες μόνο με το μαγιώ τους και ποτισμένους με μπύρα και τεκίλες, πρόθυμους να ξεχάσουν για ένα βράδυ το όποιο σύστημα αξιών και ηθικής διαθέτουν στο κρύο βορρά όπου ζούνε τη μίζερη ζωούλα τους, με μόνη παρηγόριά τις δύο αυτές εβδομάδες που έρχονται στην ελλαδίτσα για να ξεσαλλώσουν χορεύοντας ρέγκε όλη νύχτα και γλυκοκοιτάζοντας τα μέλη της μπάντας πεταρίζοντας βλεφαρίδες και πισινούς, εάν κοιμόμουν κάθε μέρα έως τις δύο και ύστερα σηκωνόμουν μόνο και μόνο για να πέσω στα σμαραγδένια νερά της θάλασσας και μετά άραζα και στην παραλία μέχρι το απόγευμα όπου θα έσερνα το κορμί μου έως το παραπλήσιο ταβερνάκι για να φάω φρέσκο ψαράκι και να σε πάρω τηλέφωνο μετά το τρίτο κατρούτσο και να σε ρωτήσω όλο γλύκα «ΈΛΑ ΜΩΡΟ, ΠΩΣ ΠΗΓΕ Η ΔΟΥΛΙΤΣΑ ΣΗΜΕΡΑ;;;;;;;;»!!!!!!!!!!
- ε;;
- Α!!!!!!Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε κιόλας! Καλάάάάάάάά!! Για ξύπνα ολόκληρος και τα λέμε μετά!!

Και το έκλεισα. Τέτοιος τύπος είμαι εγώ. Μερικές φορές αγαπώ και να προκαλώ την τύχη μου. Περιττό να πώ, ότι αυτή η μικρή συζήτηση δεν προώθησε ελάχιστα το κέφι μου. Το τελευταίο τηλέφωνο που έκανα ήταν στη Ράνια, η οποία έκανε ελεύθερο κάμπινγκ στην Αρούμπα, ένα νησί αντικειμενικά μακρυά από την Ανατολική Αττική, αλλά είμαι της γνώμης ότι καμμιά φορά ο άνθρωπος πρέπει να παίρνει άρον άρον τα πλοία της επιστροφής, για να αποδεικνύει στους φίλους του πόσο τους εκτιμά.

Η καλή μου Ράνια σήκωσε το τηλέφωνο αμέσως μετά το πρώτο χτύπημα ενώ στο αυτί μου εισέβαλαν εξωτικοί ήχοι από Λάτιν μουσική. Σούφρωσα τα χείλη αποδοκιμαστικά (τα ξέφρενα λάτιν πάρτυ στις παραλίες της Αρούμπα, όπου τα κοκτέηλ με ρούμι και καρύδα ρέουν άφθονα και τα ήθη των ανθρώπων είναι πιο χαλαρά και από τον μπαμπά της Τζούλιας Αλεξανδράτου δεν προωθούν ελάχιστα το κέφι μου, όταν δεν είμαι τμήμα τους).

- ΝΑΙ;;;; ακούστηκε η φωνή της Ράνιας κάτω από τους ξέφρενους ήχους του φαγωμένου από τη θαλασσινή άμμο ηχείου.
- Εγώ είμαι. Η αυστηρότητα και η ζοχάδα στον τόνο της φωνής μου δεν της άφησε και πολλά περιθώρια να αμφιβάλει για το ποιός ήταν ο «εγώ».
- ΕΛΑ ΡΕ ΣΥ!!!ΠΩΣ ΠΕΡΝΑΣ;;;ΕΔΩ Η ΑΡΟΥΜΠΑ ΓΑΜΑΕΙ!!!!!
- Ναι, δυστυχώς, όμως, θα πρέπει να γυρίσεις πίσω γιατί προέκυψε κάτι έκτακτο και θα χωρίσω, και πρέπει να έρθεις να μου συμπαρασταθείς ως καλή φίλη που είσαι. Τί ώρα να σε περιμένω απ΄το σπίτι;
- Τί λες;; Δεν ακούω καλά ρε γαμώτο, κάτι για χωρισμούς. Χουάν, μανάρι μου, σταμάτα να πασπατεύεις τη γιρλάντα μου, δύο λεπτάκια μόνο να ακούσω τι μου λέει η σενιορίτα everydaygeorgia. Έτσι μπράβο, μωρό μου.
- Λοιπόν. Δεν μπορώ να χρεώνομαι άλλο. Περιμένω να με πάρεις όταν φτάσεις στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Θα κάτσουμε στο δικό σου μπαλκονάκι, γιατί το δικό μου το σιχάθηκα πιά, θα πίνουμε ουίσκι όλη νύχτα, θα ακούμε Led Zeppelin και θα κλαίμε. Κάνε μου μια αναπάντητη όταν βγει η βαλίτσα σου για να ξεκινήσω κι εγώ από το σπίτι. Γειά.

Έκλεισα για τρίτη φορά το τηλέφωνο, νιώθοντας, ομολογουμένως κάπως καλύτερα. Ξανανέβασα τα πόδια στο κάγκελο του μπαλκονιού, φόρεσα τα φανταστικά μοδάτα μου γυαλιά ηλίου και βουλιάζοντας στην καρέκλα μου κοίταξα το Νότιο Ευβοικό που απλωνόταν, ζεστός και ατάραχος μπροστά από το σπίτι μου. Σύντομα δεν θα ήμουν μόνη. Μία τους θα γύρναγε πίσω, θα με έκανε παρέα, και θα ένιωθε αναμφίβολα και αυτή, άμεσα, τόσο σκατά όσο εγώ. Ρούφηξα το χυμό ρόδι με αντιοξειδωτικές ιδιότητες που πάγωνε δίπλα μου σε ένα ψηλό ποτήρι γεμάτο παγάκια και χαμογέλασα στον εαυτό μου. Ένιωθα ήδη τη φριχτή κατάθλιψη που αναγκάστηκα να βιώσω, να με αποχαιρετά, όπως η Ράνια έναν δακρυσμένο Χουάν στο αεροδρόμιο της Αρούμπα.

Λίγες ώρες αργότερα, από το θάλαμο τράνσιτ του αεροδρομίου της Τζαμάικα όπου κάπνιζε απανωτά τσιγάρα περιμένοντας την πτήση της για Αθήνα, η πιστή μου φίλη με πήρε τηλέφωνο για να μου υπενθυμισει ότι δεν είχε στη δισκοθήκη της καθόλου Led Zeppelin και ότι θα έπρεπε να φέρω εγώ κανένα σιντάκι. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα, είχα ήδη αντιμετωπίσει χειρότερα εκείνη την εβδομάδα. Της είπα ότι θα το κανονίσω. Σκέφτηκα να πάρω και το Τζενιφεράκι τηλέφωνο, μήπως πέρναγε κι εκείνη από τα Βριλήσσια και το μπαλκονάκι της Ράνιας για μια γερή δόση κλάμματος, κοριτσίστικης μιζέριας, ουίσκι και παλιού καλού ροκ.


Ήμουν σίγουρη ότι η αφύσικη ευφορία θα της είχε ήδη περάσει.