Monday, October 30, 2006

ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ (PART I)




- Εεπ, επ, τι τρέχει; Τι έπαθες και μορφάζεις;

- Συγγνώμη ρε συ, αλλά αυτό το αστείο που είπες ήταν πολύ καλό και με πόνεσαν οι κοιλιακοί μου.

- Τι λες τώρα; Πώς κι έτσι;

- Είναι που έκανα χτες το απόγευμα έξι σετ των 15 και με πείραξε.

- !!



Για τους πολλούς που δεν με γνωρίζουν, μία απαραίτητη εξήγηση για τον παραπάνω διάλογο. Εγώ δεν είμαι από τους ανθρώπους που πηγαίνουν στο γυμναστήριο. Επίσης δεν είμαι από τους ανθρώπους που ξυπνούν το Σάββατο το πρωί για να κάνουν τζόγκινγκ πριν τον πρώτο καφέ (Τάσο, μην προσπαθείς να γελάσεις το εαυτό σου: ούτε εσύ είσαι από αυτούς) , από αυτούς που ελέγχουν το ποσοστό του υδατάνθρακα στο τυρί (έχει υδατάνθρακες το τυρί;;;) πριν το βάλουν στο καλάθι της νοικοκυράς ή από αυτούς που θα προτιμήσουν να περπατήσουν μέχρι το σταθμό του τρένου όταν ο ταξιτζής περνάει άδειος και κάπως μελαγχολικός από μπροστά τους.

Είμαι, αντιθέτως, άνθρωπος που τρώει μπολονέζ στις δέκα το βράδυ και μετά απλώνεται στον καναπέ για να δει Ντι Βι Ντι, που δεν λέει ποτέ όχι σε ένα τρίτο ποτηράκι κρασί και ένα τελευταίο Γκολουάζ (αν υπάρχουν παιδιά που διαβάζουν αυτό το μπλογκ, τότε προσοχή: Το κάπνισμα είναι το χόμπυ του σατανά από την κόλαση και δεν σας κάνει ούτε πιο κούλ ούτε πιο μάγκες. Δεν σας λύνει τα προβλήματα, απλώς προσθέτει σε αυτά. Όταν μεγαλώσετε αρκετά ώστε να καταλάβετε τι σημαίνει « ανικανότητα», «αδύνατο σπέρμα» αλλά και «πρόωρα γερασμένη επιδερμίδα» και πόσο μεγάλες μάστιγες είναι και τα τρία, θα σιχτηρίσετε την ώρα και τη στιγμή που το αρχίσατε. Αυτά. Πίσω στους ενήλικες αναγνώστες) και που μέχρι πρόσφατα (πριν αποκτήσω το πρώτο μου αυτοκίνητο, για το οποίο θα γράψω μία άλλη μέρα) έδινε το ένα τέταρτο του μισθού του στα ταξί («εδώ, δέκα μέτρα παρακάτω, θα με πετάξετε; « «να, μέχρι εκείνη τη στάση του λεωφορείου τη βλέπετε; Ούτε δευτέρα δεν θα προλάβετε να βάλετε», σας το ορκίζομαι, το μίνιμουμ των 2,5 € στα κόμιστρα των ταξί το θέσπισαν οι ταρίφες εξαιτίας μου, γιατί είχαν βαρεθεί να εισπράττουν φραγκοδίφραγκα).



Πείτε μου λοιπόν, πώς βρέθηκα να περνάω εγώ την πόρτα του γειτονικού μου γυμναστηρίου και να βγάζω 50 ο λ ο κ λ η ρ α ευρώ από το πορτοφόλι μου (λεφτά που θα μπορούσα να ξοδέψω σε σοκολατάκια Λεωνίδας, Μοσχοφίλερο Μπουτάρη και στο τελευταίο βιβλίο του Τζέιμι Όλιβερ με φίνες ιταλικές συνταγές ;) Πώς κατάφερα να κοιτάξω τον κοντό αλλά μυώδη ιδιοκτήτη του εν λόγω γυμναστηρίου στα μάτια την ώρα που μου έλεγε « είναι απαραίτητο να έρχεσαι τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα» και να μην καγχάσω σαρκαστικά ψάχνοντας για αναπτήρα μέσα στην τσάντα μου, πώς έφυγα από εκεί μέσα, με τη βεβαίωση εγγραφής μέλους στην τσέπη, γυρνώντας ανέμελη και πετώντας ένα αεράτο «τα λέμε από αύριο, λοιπόν» χωρίς να με μουτζώσω όταν απομακρύνθηκα αρκετά; Πώς έγινα εγώ η γκομενίτσα που έχει στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μόνιμα την τσάντα με τα πράγματα του γυμναστηρίου;



Ίσως επειδή από μικρή θεωρώ τον εαυτό μου σταυροφόρο στην αναζήτηση της φαιδρής πλευράς της ζωής, ίσως επειδή πάντα γύρευα παρηγοριά στο χιούμορ. Υποσυνείδητα, τελικά, ίσως να είχα καταλάβει πως στο γυμναστήριο μπορεί ο εκπαιδευμένος παρατηρητής να ρίξει
πολύ γέλιο.





Ημέρα πρώτη , εμφανίζομαι στο εν λόγω Γυμναστήριο, παίρνω το κλειδάκι για το ντουλαπάκι των αποδυτηρίων, αλλάζω και ανεβαίνω στην αίθουσα με τα μηχανήματα ιδρώτα, κοπώσεως και απελπισίας, βλ. ποδήλατα, στεπ και το φριχτότερο οβ δεμ ολ, το διάδρομο. Είναι η πρώτη μου φορά μέσα σε αυτό το ναό του λάτεξ και της εφίδρωσης, είμαι ακόμα κάπως γεμάτη από το μεσημεριανό ριζότο, λέω λοιπόν να ξεκινήσω με τα εύκολα: Κάθομαι πάνω στο ποδηλατάκι, ρυθμίζω το επίπεδο δυσκολίας στο « ΠΑΝΕΥΚΟΛΟ» (γιατί είναι η πρώτη μου φορά, είμαι ακόμα κάπως γεμάτη από το μεσημεριανό μπλα μπλα μλπα μπλα), και αρχίζω να ποδηλατώ με τέτοια αφοσίωση που και αυτός ο Μανώλης Φάμελος θα ζήλευε.

Δεν βρίσκομαι πάνω σε ένα φριχτό τεχνολογικό υβρίδιο από πλαστικό και μέταλλο μέσα σε μία αίθουσα που μυρίζει ιδρώτα σταγμένο στο λινόλεουμ και δάκρυα στο καντράν της ζυγαριάς, βρίσκομαι σε μία καταπράσινη πλαγιά των ‘Αλπεων, είναι ένα δροσερό και μυρωδάτο ανοιξιάτικο πρωϊνό και εγώ κάνω ποδήλατο κατευθυνόμενη προς το ρυάκι, του οποίου τα κελαριστά νερά τραγουδούν ήδη στα αυτιά μου. Δεν φοράω μαύρη φόρμα αλλά μία παραδοσιακή πράσινη βαβαρική φορεσιά με κορδέλες και φουρό, που τονίζει τα μάτια μου και τις μεσογειακές μου καμπύλες και τα μαλλιά μου δεν είναι πιασμένα ψηλά με ένα κοκαλάκι, αλλά παίζουν λυτά στον άνεμο. Είμαι η Χάιντι και γουστάρω τρελά.

Αυτά, μέχρι που το βλέμμα μου πέφτει στην φλατ σκριν οθόνη που είναι κρεμασμένη στον τοίχο απέναντί μου. Το παραδεισένιο βαβαρικό σκηνικό καταρρέει και το οπτικό μου πεδίο γεμίζει από ιπποποτάμους.

Δεν σας δουλεύω. Η αίθουσα είναι γεμάτη από ανθρώπους οι οποίοι (είτε επειδή τα έχουν είτε επειδή είναι κουνημένοι στο μυαλό νομίζουν ότι τα έχουν) προσπαθούν να απαλλαχτούν από τα περιττά τους κιλά και παρόλα αυτά ο υπεύθυνος πολιτιστικού προγράμματος του γυμναστηρίου έχει βάλει να παίζει στην οθόνη τεραστίων διαστάσεων απέναντί μας ένα ντοκιμαντέρ με ιπποποτάμους. Οι ιπποπόταμοι, σε αντίθεση με εμάς τους ανθρώπους, δεν δείχνουν να έχουν κανένα πρόβλημα με την εμφάνισή τους. Τους βλέπουμε σε αυτό το ντοκιμαντέρ να τρώνε όλη την ώρα, αργά, απολαυστικά, μασουλώντας ηδονικά την τροφή τους. Τρώνε πολύ, παντού και όλη την ώρα. Τους βλέπουμε μετά να σηκώνονται από το μεσημεριανό τραπέζι και να κυλιούνται ευτυχισμένοι με όλο τους το εκτόπισμα στα λασπόνερα του ποταμού, χωρίς να ανησυχούν καθόλου ούτε για το αν αυτό το μαγιώ τους τονίζει την περιφέρεια (η οποία έχει έτσι κι αλλιώς αγγίξει τέτοια μεγέθη που κανένα μπικίνι ή ολόσωμο δεν θα κάνει τη διαφορά) , ούτε αν οι γκομενίτσες από τη διπλανή πετσέτα γελάνε με την κυτταρίτιδά τους. Τους βλέπουμε να ερωτοτροπούν ασύστολα, εμφανέστατα απολαμβάνοντάς το χωρίς να δούμε κανένα θηλυκό πριν την πράξη να ρωτά το αρσενικό «Πες μου την αλήθεια, έχω παχύνει;;;;;;». Το βραδάκι, τους βλέπουμε παχύσαρκους και ευτυχισμένους να απολαμβάνουν το ποτάκι τους στο μπαρ του δάσους φλερτάροντας και μασουλώντας λαχταριστά σνακ υψηλής σε λιπαρά και υδατάνθρακες περιεκτικότητας, τα κορίτσια να πεταρίζουν όλο νάζι τις τεράστιες βλεφαρίδες τους και τα αγόρια να κουνάνε όλο επιδοκιμασία τις ευμεγέθεις μουσούδες τους. Δεν τους βλέπουμε, αλλά τους φανταζόμαστε να σηκώνονται μέσα στα μεσάνυχτα από τις αγκαλιές των αγαπημένων τους και από τα συζυγικά τους κρεβάτια για να ανοίξουν το ψυγείο και να μασουλήσουν ένα σαντουιτσάκι με μπέικον και μαγιονέζα πριν το ξαναρίξουν στον ύπνο. Με λίγα λόγια, τους παρακολουθούμε και τους ζηλεύουμε. Ο Λ Ο Ι. Όλοι, εκτός ενδεχομένως από εκείνη την μικρόσωμη και υπερ – αδύνατη κοπελίτσα που έχει πετύχει το απόλυτο τρανς και βρίσκεται πάνω στο διάδρομο από τη στιγμή που μπήκα μέσα (και κατά πάσα πιθανότητα ήδη από την ημέρα που γράφτηκα) και τρέχει τρέχει τρέχει. Η γκόμενα έχει ήδη καλύψει την απόσταση Ομόνοια- Κερατσίνι και συνεχίζει απτόητη. Θέλω να γυρίσω να της πω ότι στη δουλειά χρειαζόμαστε κάποιον να μεταφέρει δικόγραφα με πυροβολική ταχύτητα από το γραφείο μας (όπου τα ξεχνάμε συνήθως) στα διάφορα δικαστήρια (όπου βρισκόμαστε να σκυλοβρίζουμε το θυμικό μας, όταν συνειδητοποιούμε ότι τα έχουμε ξεχάσει και η προθεσμία κατάθεσης λήγει σε δεκαεφτά λεπτά!!),αλλά στην οθόνη οι ιπποπόταμοι επιδίδονται σε κάτι που προσομοιάζει καλλιστεία ομορφιάς για την ανάδειξη της Μις – Τεραστίων – Διαστάσεων - 2006 και οι αντοχές μου τελειώνουν κάπου εδώ. Μετά από 20 εφιαλτικά λεπτά, κατεβαίνω από το ποδήλατο και (αφού βρίσκω ξανά την ισορροπία μου επί του εδάφους) ψάχνω να βρω τον Γιάννη.



Ο Γιάννης είναι ο ιδιοκτήτης του Γυμναστηρίου, ένας από τους γυμναστές, ο γραμματέας, ο προπονητής ΤΑΕ ΚΒΟ ΝΤΟ και ΣΙΟΥΜΠΟΥΚΑΝ, ο αυτεπάγγελτος διαιτολόγος όλων μας και μικρανιψιός της Κρουέλας ντε Βιλ. Ο Γιάννης όταν ήταν μικρός έπεσε μέσα στη μαρμίτα με τον ορό της απαισιοδοξίας και κατά συνέπεια δεν είναι ποτέ ευτυχισμένος. Τον γνωρίζω μόνο δύο μέρες αλλά έχω ήδη καταλάβει τι τύπος είναι. Όταν πήγα και του είπα ότι σκοπεύω να κάνω μισή ώρα ποδήλατο για αρχή, μου είπε ότι πρέπει να κάνω τέσσερα τέταρτα. Όταν του επεσήμανα γελώντας, ότι τέσσερα τέταρτα μας κάνουν μία ολόκληρη ώρα με κοίταξε με το ίδιο απαξιωτικό βλέμμα με το οποίο ενδεχομένως να τον κοίταγε και ο Μαθηματικός του στο Λύκειο και με ρώτησε: «Θέλεις να κάνεις σώμα ή χιουμοράκι;». Όταν τον ρώτησα αν τρεις φορές την εβδομάδα είναι ένας ικανοποιητικός αριθμός επισκέψεων, αρνήθηκε να με κοιτάξει στα μάτια και κρατώντας το παγερό του βλέμμα πάνω στον υπολογιστή (μέσα στον οποίο πάω στοίχημα ότι έχει ένα περίπλοκο πρόγραμμα με το οποίο υπολογίζει πόσες θερμίδες χάθηκαν ομαδικά μέσα στο γυμναστήριό του ανά ημέρα, μήνα και εξάμηνο – μία φορά το χρόνο υποβάλει τα αποτελέσματα στην αρμόδια επιτροπή η οποία αποφασίζει για την απονομή του αντίστοιχου επάθλου στο νικητή) περιορίστηκε να μουρμουρίσει « Η εβδομάδα του Θεού έχει εφτά ημέρες» . Περιττό να πω ότι αφού απόλαυσα πέντε λεπτά στο «ΠΑΝΕΥΚΟΛΟ» επίπεδο του ποδηλάτου ήρθε και δικτατορικά το πήγε στο « ΟΧΙ ΠΡΟΤΟΥ ΚΑΝΕΤΕ ΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΑΣ» με αποτέλεσμα (ευτυχώς μόνο προσωρινά) να μου αποσπάσει την προσοχή από τους ιπποποτάμους.



Καταλάβατε λοιπόν, περίπου το λόγο για τον οποίο ο Γιάννης δεν χάρηκε και ιδιαίτερα όταν με είδε να ξεπεζεύω μετά από είκοσι μόνο λεπτά και να κατευθύνομαι προς το μέρος του. Νόμιζα ότι θα μου καταφέρει κάποια κλωτσιά ΤΑΕ ΚΒΟ ΝΤΟ και θα με εκσφενδονίσει πάλι πίσω στη σέλα του ποδηλάτου, αλλά (ευτυχώς!!) περιορίστηκε στο να με κοιτάξει σα να ήμουν το τελευταίο ποταπό σκουλήκι του βάλτου και να μου πει: « Πήγαινε τώρα επάνω. Σε περιμένει ο Παντελής.»



(συνεχίζεται)