Thursday, November 23, 2006



Αυτή εδώ είναι η υπέροχη Madeleine Peyroux.

Ο καλός μου φίλος ο Τριαντάφυλλος μου έκανε δώρο το τελευταίο της CD, "Half the perfect world" το οποίο είναι πάρα, πάρα πολύ καλό. Ιδανικό για σκοτεινά χειμωνιάτικα απογεύματα στο σπίτι και βόλτες με το αυτοκίνητο στο βουνό (υπό την προϋπόθεση ότι οι βόλτες αυτές καταλήγουν σε εξοχικά ταβερνάκια με παρέα για μεζέδες και κρασάκι, αλλιώς δεν έχει γούστο να φτιάξετε ατμόσφαιρα - πάει στράφι όλη αυτή η ποιοτική μελαγχολία).

Η μουσική της είναι πανέμορφη και η φωνή της θυμίζει αιθαλώδες τζαζ υπόγειο. Επιπλέον, η γυναίκα έχει την κατά πάσα πιθανότητα πιό υπέροχη μουσική μύτη που έχω δει ποτέ σε εξώφυλλο (και φυλλαδιάκι) CD...


Εύβοια, 22.04.2006.
Επειδή σήμερα έχει συννεφιά, πολύ δουλειά και καθόλου κέφι.

Monday, November 20, 2006

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΠΑΣΟΥ

Επειδή από την εφηβεία μου ήμουν οπαδός των ήρεμων δυνάμεων, των σιωπηλών αλλά επιβλητικών παρουσιών και της D’ Arcy των Smashing Pumpkins , αποφάσισα στην κρίσιμη ηλικία των 27 να κάνω μαθήματα ηλεκτρικού μπάσου. Επειδή δεν έχω λεφτά για ξόδεμα αλλά και την παραμικρή ιδέα αν δέχονται άτομα της ηλικίας μου στα ωδεία της χώρας, απευθύνθηκα προς αυτό το σκοπό στον αγαπημένο μου, ο οποίος είναι άνθρωπος με βαθιά μουσική παιδεία, ιώβειο υπομονή και μια καλή κουβέντα στην πιο δύσκολη στιγμή. Ξεκίνησα, λοιπόν, τα μαθήματα μπάσου ένα Σάββατο απόγευμα, πριν από μερικές εβδομάδες.

Το να μάθει κανείς να παίζει μπάσο είναι πάρα πολύ εύκολο. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από την απλή δεξιοτεχνία του να σηκώνεις ένα αντικείμενο 4-5 κιλών (μπορείς να το κρεμάσεις με ένα δερμάτινο λουρί από τον ώμο σου ή να το ισορροπήσεις πάνω στα πόδια σου, αν είσαι τεμπέλης) και συγχρόνως να απασχολείς τα δάχτυλα των δύο χεριών σε διαφορετικές κινήσεις. Ενώ, δηλαδή, ο δείκτης του δεξιού σου χεριού ασχολείται με τις χορδές εκτελώντας κάθετες κινήσεις, ΟΛΑ τα δάχτυλα του αριστερού πρέπει με εξαιρετική σβελτάδα να τρέχουν οριζόντια πάνω στο μπράτσο του οργάνου ζουπώντας, χαϊδεύοντας, τρίζοντας τις χορδές προκειμένου να πετύχουν τις απαιτούμενες νότες. Καλό είναι, επίσης, στο ενδιάμεσο, τα δάχτυλα του δεξιού χεριού να σταματούν απαλά απαλά τη χορδή που έπαιξες τελευταία, προκειμένου να μην ακούγεται ο απόηχος ενός ΝΤΟ την ώρα που εσύ παλεύεις να πετύχεις το ΛΑ. Την ίδια στιγμή, τα μάτια σου διαβάζουν τρέχοντας την παρτιτούρα που έχεις απέναντί σου και πρέπει να είναι σε θέση με τρομερή ταχύτητα να αναγνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει κάθε σημαδάκι πάνω στο πεντάγραμμο: Για τους αδαείς, κάθε φθόγγος που γράφεται πάνω στο πεντάγραμμο δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες: α) για ποια νότα ακριβώς πρόκειταιβ) το τονικό της ύψος γ) τη διάρκειά της δ) με ποιο δάχτυλο πρέπει να παιχτεί ε) το νούμερο του παπουτσιού του συνθέτη (αυτή την πληροφορία δεν μου έμαθε ο δάσκαλος ακόμα να την αναγνωρίζω, αλλά είμαι σίγουρη ότι μου την κρατάει για όταν θα είμαι πραγματικά καλή). Κι επειδή το να απασχολείς τον ώμο, τα δύο χέρια, τα μάτια και τον εγκέφαλο συγχρόνως είναι κάτι πολύ απλό, το οποίο μπορεί να κάνει και η γιαγιά μου που είναι 96 χρόνων, προσέθεσαν οι καλοί άνθρωποι που εφηύραν και τα μεσαιωνικά βασανιστήρια της Ιεράς Εξέτασης τον κανόνα ότι όταν παίζεις μπάσο πρέπει να χτυπάς το πόδι σου ρυθμικά πάνω κάτω, όπως έκανε ο Σταμάτης Γαρδέλης όταν περίμενε τη γκομενίτσα στη στάση του λεωφορείου με τα γουόκμαν στα αυτιά και ήθελε να δείχνει άνετος.

Εξίσου απλό επίσης είναι να καταλάβεις τη γλώσσα που μιλάει ο δάσκαλος, ένας μουσικός ο οποίος έχει συνηθίσει να μιλάει με μουσικούς από τότε που ήταν έφηβος και πήγαινε στο ωδείο, και πιστεύει ακράδαντα ότι όσα λέει γίνονται αντιληπτά και από το μέσο άσχετο συνάνθρωπο. Σου λέει, για παράδειγμα: « Και τώρα με το δύο στο δεύτερο τάστο δώσε μου τρία τέταρτα.» Αν δεν έχεις καταλάβει τι εννοεί είσαι βλάκας, άξιος της μοίρας σου και καλά θα κάνεις να τα παρατήσεις μια ώρα αρχύτερα. Αν κατάλαβες τι εννοεί, τότε είσαι σε θέση να παράγεις τη νότα ΣΙ και να την κάνεις να παιανίσει για όσο χρονικό διάστημα κρατούν τρία χτυπήματα του ποδιού σου (εδώ αποκτά και νόημα η στάση Σταμάτης Γαρδέλης). Ένα θεματάκι που δημιουργείται είναι το πόσο γρήγορα ή αργά θα χτυπάς το πόδι σου. Αυτό το κανονίζεις μόνο σου και είναι δικό σου καπέλο αν θα ακολουθήσεις γρήγορο ρυθμό για πιο ροκ εν ρολ εμπειρίες ή κάπως αργόσυρτο για μοναδικές μπλουζ απολαύσεις. Η μόνη παγίδα είναι ότι πρέπει πριν αρχίσεις το κομμάτι να ειδοποιήσεις το ακροατήριό σου (που αποτελείται από το δάσκαλο μόνο, αλλά είναι τόσο απαιτητικό όσο ένα ολόκληρο θέατρο Λυκαβηττού γεμάτο) για το ρυθμό που σκοπεύεις να ακολουθήσεις ( τραγουδώντας ένα ρυθμικό «ουάν - του - θρί » με την επιθυμητή ταχύτητα) και ότι απαγορεύεται να αλλάξεις γνώμη ως προς την ταχύτητα στη μέση του κομματιού. Δηλαδή δεν κάνει να παίξεις τις πρώτες νότες αργά και απολαυστικά σε ρυθμό μπλούζ («ουαααααααν, τουουουου,θριιιιιιι») και να το μετατρέψεις σε τζίτερμπαγκ («ουάντουθρι, ουαντουθρι, ουαντουθρι») πριν δώσει το σήμα της λήξης ο μαέστρος («σταμάτα! σταμάτα! Δε βλέπεις ότι άλλο παίζεις και άλλο ρυθμό κρατάς με το πόδι;;;;»).

Επειδή ήδη από το πρώτο μάθημα κατάλαβα ότι η όλη διαδικασία συγχρονισμού δαχτύλων-ματιών-πατούσας ήταν πάρα πολύ απλή και το γεγονός ότι δεν τα κατάφερνα οφειλόταν αποκλειστικά σε κάποια χημική ανισορροπία του εγκεφάλου μου, προσπάθησα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας να κάνω κάποιες απλές ασκήσεις απεξαρτητοποίησης των μελών του σώματός μου, προκειμένου να κάνω το δάσκαλό μου περήφανο στο επόμενο μάθημα: Στάθηκα, λοιπόν, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου στο γραφείο και ενώ με τη δεξιά μου παλάμη ανοιχτή έτριβα την άκρη της μύτης μου πάνω – κάτω, προσπαθούσα με την αριστερή να σχηματίζω ομόκεντρους κύκλους πάνω στο κεφάλι μου. Τις πρώτες τριανταεφτά φορές απέτυχα. Ενώ η δεξιά παλάμη δούλευε περίφημα, η αριστερή αρνείτο να απεξαρτητοποιηθεί και το μόνο που κατάφερνε ήταν, αποσυντονισμένη, να δίνει μικρές φάπες στην κορυφή του σκαλπ μου. Προσπάθησα ξανά και ξανά μέχρι που τα κατάφερα σχεδόν, χρειάστηκε ωστόσο, να σταματήσω απότομα τις ασκήσεις καθόσον το αφεντικό μου μπήκε χωρίς να χτυπήσει στο μπάνιο και νόμισε ότι έχω κάποιο σοβαρό πρόβλημα, πράγμα το οποίο φυσικά δεν ίσχυε, δεδομένου ότι, όπως προείπα, το να μάθει κανείς μπάσο είναι τόσο εύκολο που καταντά αστείο.

Ένα άλλο μικρό ζήτημα το οποίο προέκυψε, και το οποίο οφείλεται αποκλειστικά στη δική μου απροθυμία να πληρώσω δίδακτρα σε κάποιον άγνωστο για να μου μάθει μπάσο, ήταν το κλασικό σκηνικό του Πυγμαλίωνα. Θέλω να πω ότι είναι άλλο πράγμα να έχεις τον Φούφουτο απέναντί σου να σου φωνάζει «ουαντουθρι ουαντουθρι ουαντουθρι», ή «αυτό είναι ΣΟΛ, είπα εγώ ΣΟΛ, εγώ είπα ΜΙ» και άλλο τον αγαπημένο σου, ο οποίος γενικά καλό είναι να μη σου φωνάζει, αλλά να σου μιλά για αγάπες και λουλούδια ολ ντέι λονγκ. Αλλά, όπως ανέφερα και ξανά, για αυτή την κατάσταση φταίω αποκλειστικά εγώ. Έτσι, προσπάθησα κάθε φορά που έκανα κάτι λάθος, ακολουθώντας το παράδειγμα της Ελάιζα Ντουλιτλ, να πεταρίσω τις βλεφαρίδες και να καταφύγω σε νάζια που θα έπρεπε κανονικά να τρελάνουν κάθε αρσενικό, με κανένα αποτέλεσμα ωστόσο, διότι προφανώς αν ο σωστός ο μουσικός ακούσει τη λάθος νότα, τη λάθος στιγμή και με το λάθος μέτρο, τότε δεν υπάρχει τρόπος να βρει η ψυχή του ηρεμία και καλά θα κάνεις να ξεχάσεις τις αγάπες και τις αγκαλιές για το υπόλοιπο της βραδιάς. Ατάκες όπως «άσε την κιθάρα στην άκρη και δώσε μου ένα φιλί» ή «στο μπάσο που κρατώ, στον ένα μου θεό, να μη δώσει να ξημερωθώ» και βρώμικά κόλπα του στυλ «αυτή η ηχομόνωση στους τοίχους ζεσταίνει υπέρμετρα την ατμόσφαιρα, δεν θες να βγάλεις το πουλόβερ σου;» δεν πιάνουν μία όταν ο κιθαρωδός έχει βαλθεί να σε μυήσει στην τέχνη του κιθαρωδείν και εσύ απλά δεν τα καταφέρνεις γιατί επιμένεις να παίζεις το ΝΤΟ με το δύο δάχτυλο και να χτυπάς το πόδι σου ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΑΠΟ Ο,ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ. Και φυσικά, αν στέκει θλιμμένος όλη νύχτα και αναλογίζεται τι πήγε στραβά μεταξύ σας, είσαι αποκλειστικά εσύ υπεύθυνη, γιατί όπως προαναφέρθηκε, το να παίξεις μπάσο είναι κάτι πάρα, πάρα πολύ εύκολο.

Ωστόσο, υπήρξε κάτι που, το προηγούμενο Σάββατο, έκανε τη διαδικασία εκμάθησης μπάσου μετά διδασκάλου από απλούστατη που πραγματικά είναι, κάπως περίπλοκη. Και αυτό δεν ήταν άλλο από την ονειροπόληση. Όπως στο Λύκειο χανόμουν κατά τη διάρκεια της γεωγραφίας και ονειρευόμουν καλοκαιρινές διακοπές αντί να προσέχω, έτσι και κατά τη διάρκεια του μαθήματος μπάσου άφησα άθελά μου το μυαλό μου να ξεστρατίσει. Βλέπετε, πέρασα μία ολόκληρη εφηβεία επιμένοντας να θαυμάζω θεούς του ροκ όπως τον Μπίλυ Κόργκαν και τον Τζεφ Μπάκλεϊ, να χοροπηδάω σε συναυλιακούς χώρους και να ερωτεύομαι αγόρια που έπαιζαν κιθάρα. Η μουσική ήταν για μένα απόλυτα βασικό στοιχείο της καθημερινότητάς μου από τότε που ήμουν 13 και αποφάσισα ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος το βράδυ αν δεν ακούσω όλη τη νυχτερινή εκπομπή του Γκαραβέλα με το φως κλειστό, χωμένη κάτω από τις κουβέρτες και τους γονείς μου να νομίζουν ότι κοιμάμαι ήδη από τις εννιάμιση. Μετά την πεντηκοστή συναυλία την οποία παρακολούθησα, ωστόσο, έπιασα τον εαυτό μου να μην ικανοποιείται μόνο με το αυτί. Συνειδητοποίησα ότι η μισή ευχαρίστηση του να παρακολουθείς μουσικούς ζωντανούς μπροστά σου να παίζουν τη μουσική τους είναι αυτό ακριβώς: Το να τους παρακολουθείς. Σταμάτησα να χοροπηδώ και να χορεύω στις συναυλίες. Έγινα το παράταιρο αυτό μέλος της παρέας το οποίο στέκεται με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, το κεφάλι ελαφρά γερμένο στο πλάι και το βλέμμα καρφωμένο στον έναν ή τον άλλο μουσικό για ώρα πολύ. Οι κινήσεις τους, για μένα έγιναν μαγικές. Ήθελα να ξέρω τι περνά από το μυαλό του κιθαρίστα την ώρα που εμπνέεται ένα σόλο και αν ο πιανίστας σκέφτεται τόσο γρήγορα όσο τρέχουν τα δάχτυλά του. Αν ο μπασίστας μέσα στην ηρεμία του, κρυμμένος πίσω από το υπόλοιπο συγκρότημα συνειδητοποιεί ότι αποτελεί την πιο γοητευτική φιγούρα από όλες. Ήταν αναπόφευκτο, λοιπόν, μετά από ατελείωτες ώρες μουσικής παρατήρησης, οι τυφλές ελπίδες να κυριεύσουν τη φτωχή καρδιά μου το Σάββατο εκείνο που με βρήκε αγκαλιά με ένα μπάσο .

Ήταν θαρρώ, εκείνη τη στιγμή που ο δάσκαλος με είχε βάλει να παίζω ξανά και ξανά την άσκηση Νο. 6 όταν άρχισα να φαντάζομαι τον εαυτό μου εκεί επάνω, στη σκηνή, να δημιουργώ μουσική και ένα σώμα με το μπάσο μου, να ξεσηκώνω θύελλες μελωδικού ενθουσιασμού χρησιμοποιώντας μόνο τα ταχύτατα δάχτυλά μου. Οι θαυμαστές μου με κοιτούσαν ιδρωμένοι από το χορό, τα πρόσωπα ξαναμμένα, οι καρδιές χτυπούσαν δυνατά. Τα μαλλιά μου έλαμπαν κάτω από το φως των προβολέων, το μπάσο μου ήταν βαθύ βυσσινί, οι κινήσεις μου νωχελικές και μυστηριώδεις. Πάνω στο πιο σημαντικό κομμάτι του τραγουδιού, ο κιθαρίστας του συγκροτήματος γύρισε την πλάτη στο κοινό και στράφηκε προς το μέρος μου. Καθώς έπαιζε το σόλο του και το κοινό μας αποθέωνε, η κιθάρα του και το μπάσο μου είχαν πλησιάσει το ένα το άλλο και επικοινωνούσαν πλέον με μία γλώσσα δική τους. Η μουσική μας γινόταν κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε πιο δυνατή, πιο μελωδική, πιο όμορφη. Εγώ του έδινα το ρυθμό και το έδαφος για να πατήσει, εκείνος απογειωνόταν παίρνοντας κάθε νότα μου και αναλύοντάς την σε μυριάδες άλλες, που φτερουγίζαν γύρω από τις δικές μου σαν σμάρι από μέλισσες. Κοιτιόμασταν στα μάτια, κανείς δεν χρειαζόταν να κοιτά τα δάχτυλά του, τα αφήναμε να κάνουν μόνα τους τη δουλειά τους πάνω στις χορδές. Το γεγονός ότι το κομμάτι που παίζαμε ήταν διαρκείς επαναλήψεις της νότας ΜΙ σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων πρέπει να ήταν αυτό που με προσγείωσε στην πικρή πραγματικότητα. Και το γεγονός ότι προσπαθώντας να κρατήσω με το πόδι το ρυθμό είχα πατήσει το μικρό δαχτυλάκι του ήδη ταλαίπωρου δασκάλου. Τα δάχτυλά μου πάγωσαν πάνω στις χορδές καθώς άκουσα την κραυγή πόνου του. Τον κοίταξα φοβισμένα. Με κοίταξε άγρια. Το όνειρο των δύο μουσικών που σολάρουν όλο έκσταση έσκασε σαν ροζ τσιχλόφουσκα μπροστά στα μάτια μου και άκουσα το μαέστρο να λέει: «Αρκεί. Δεν βλέπω περαιτέρω πρόοδο απόψε. Συνεχίζουμε την άλλη εβδομάδα.»

Μισή ώρα αργότερα, εγώ και ο Πυγμαλίωνάς μου προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από το μάθημα μπάσου πίνοντας λευκό κρασάκι κάτω από το φως των κεριών. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του και τον ρώτησα, όλο ελπίδα και ειλικρινή δίψα για μάθηση, σε τι επίπεδο με βλέπει να είμαι σε ένα χρόνο από σήμερα. Άργησε να απαντήσει. Μετά από τρία - τέσσερα λεπτά σιωπής μου είπε «Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση» ‘Ένιωσα μία απελπισία στη φωνή του. Ένιωσα ότι δεν ήθελε να φανταστεί αυτά τα μαθήματα να συνεχίζονται για έναν ολόκληρο χρόνο ακόμα, ένιωσα πως είχε ήδη κουραστεί από την προσπάθειά του να διδάξει τη λεπτή τέχνη της μουσικής σε μία ανεπίδεκτη μαθήσεως νομικό. Ένιωσα μία παραίτηση κρυμμένη κάπου βαθιά μέσα στην απάντησή του.

Αντίδραση, φυσικά, ακατανόητη, δεδομένου ότι, όπως πολλές φορές ανέφερα, το να μάθει κανείς μπάσο είναι παιχνιδάκι.

Wednesday, November 15, 2006

Friday, November 03, 2006

ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ (PART II)


Και, φυσικά, όταν λέμε ότι ο Παντελής με περιμένει, μην φανταστείτε ότι έχει ανοίξει ένα καλό μπουκάλι κρασί και έχει ανάψει και τα κηροπήγια. Θα τον είχατε για τέτοιο τύπο; Όχι, βέβαια. Ο Παντελής έχει φροντίσει να μυρίζει η αίθουσα με τα μηχανήματα «μυϊκής ενδυνάμωσης» έξτρα βαρβατίλα ιδρώτα, έχει σηκώσει τα μανίκια της κόκκινης αντίντας ψηλά για να διακρίνονται αυτές οι φλεβίτσες που κάνουν τον άντρα να ξεχωρίζει από τους λιμοκοντόρους και με υποδέχεται με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος και ένα ζοφερό « Εσύ είσαι η καινούρια;;;;»

Ομολογουμένως, νιώθω ντροπή που είμαι η καινούρια. Όπως ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα σε αυτό το δάσος από τα μηχανήματα που κάνουν το χώρο να μοιάζει με το πιλοτήριο του Εντερπράιζ, θέλω τόσο να είμαι η παλιά, πιο παλιά και από το απολυτήριο γυμνασίου της Μιμής Ντενίση, πιο παλιά και από αυτή την πολεοδομική άδεια της Ακρόπολης. Θα ήθελα να ήξερα σε τι χρησιμεύει το κάθε μηχάνημα, πώς να τα χρησιμοποιήσω χωρίς να πληγωθώ η ίδια ή αθώοι που βρίσκονται κοντά μου εκείνη τη στιγμή, να είχα την εμπειρία που απαιτείται προκειμένου να κάνω αυτό το συνοφρυωμένο παλικάρι απέναντί μου, τον Ντόκτορ Σποκ του γυμναστηρίου να χαμογελάσει, να με πάρει στην αγκαλιά του, να μου κάνει πατ πατ στα μαλλιά, να μου πει πως όλα θα πάνε καλά και, αν είναι δυνατόν, να με στείλει κάτω να πιω μία κόκα κόλα και να φάω κάτι. Το βλέπω, ωστόσο, ότι και ο Παντελής είναι σαν το Γιάννη, τον εργοδότη του, άτεγκτος, ασυγκίνητος. (Όταν ήταν μικρούληδες, είχαν προφανώς πέσει παρέα στη μαρμίτα που λέγαμε. ) Επιπλέον, υποψιάζομαι πως ο Παντελής έχει δώσει και όρκο στο τάγμα της Παναγιάς της Σκουμπαντάιβερ να μην χαμογελάσει Π Ο Τ Ε.

Μέσα στα επόμενα λεπτά ο Παντελής έχει συστηθεί («Είμαι ο Παντελής») μου έχει εξηγήσει διεξοδικά το ρόλο του σε αυτό το χώρο και το πώς ακριβώς θα συνεργαστούμε εγώ κι αυτός («Είμαι ο γυμναστής. Ακολούθα με.»), με έχει κάνει να νιώσω καλοδεχούμενη («Ξάπλωσε εδώ»), μου έχει αναθέσει μία δημιουργική απασχόληση για να περάσω την ώρα μου («Πιάσε αυτούς τους μοχλούς και κούνα τους εξηνταεφτά φορές μπρος πίσω») και έχει επιπλέον δείξει ενδιαφέρον για την ευτυχία μου και την ψυχικοσωματική μου υγεία («Πονάς ή ακόμα;»). Στην επόμενη μισή ώρα εγώ και αυτός ζούμε σπάνιες στιγμές οικειότητας, διαπροσωπικής προσέγγισης και πόθου. Με ξαπλώνει μπρούμητα και μου ζητά να ανασηκώσω την πλάτη μου χρησιμοποιώντας μόνο τη μύτη μου, ενώ εκείνος πιέζει με όλη του τη μάζα τις γάμπες μου. Με ξαπλώνει τανάσκελα και με βάζει να κάνω εικοσιτέσσερα σετ των πεντακοσίων κοιλιακών ρωτώντας με ανά τρίλεπτο αν «πονάω ή ακόμα». Με βάζει να κάτσω σε κάτι που μοιάζει με κάθισμα του μετρό, αν τα καθίσματα του μετρό ήταν κρεμασμένα από το ταβάνι και είχαν ένα ειδικό μηχανισμό προσαρμοσμένο από κάτω τους έτσι ώστε οι επιβάτες να τα σκαμπανεβάζουν κάνοντας συγχρόνως κουπί για να προχωράει ο συρμός πιο γρήγορα πάνω στις ράγες και να κάνω «δεκατρισίμιση χιλιάδες σετ των οχτώ». Βάζει τα χέρια του στους γοφούς μου και μου ζητάει να «ανοίξω τα πόδια μου λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, «θα τα ανοίξεις σωστά τώρα ή θα παίζουμε για πολύ ώρα» και μετά, αφού μου κρεμάει βαράκια στους αστραγάλους (και ενώ είμαι σίγουρη ότι τώρα θα μου πει να πάω να πέσω στη λίμνη) με βάζει να κάνω, «για τελείωμα» τριανταεφτά ανυψώσεις «φροντίζοντας η κνήμη να σχηματίζει ορθή γωνία με το μπούτι, αλλά προς τα κάτω, κατεβάζοντας το πόδι.» Αναρωτιέμαι πόσες φορές πρέπει να έρθει κανείς σε αυτό το γυμναστήριο προκειμένου να καταφέρει την κνήμη του να σχηματίσει ορθή γωνία με το μπούτι προς τα πάνω, ανεβάζοντας το πόδι.

Με το κορμί, το μυαλό και το συναίσθημα πλήρως εξασκημένα, με βρίσκει το σούρουπο ξαπλωμένη πάνω σε αυτό το πράγμα που κάνει κανείς κοιλιακούς. Έξω από τα τζάμια του Εντερπράιζ το βραδάκι έχει πέσει και ο Γαλαξίας ηρεμεί. Ανασαίνω εξαντλημένη και κοιτώ το ταβάνι. Στρέφω το βλέμμα αριστερά και δεξιά αναζητώντας τον Παντελή. Σκέφτομαι αν, μετά από όλα αυτά που ζήσαμε μαζί απόψε, θα με πάρει τηλέφωνο σύντομα, αν θα με σέβεται αύριο το πρωί, αν θα μιλά στους φίλους του για εμάς ή αν είναι ένας από αυτούς τους μυστικοπαθείς τύπους. Αν και τα παιδιά μας θα βγούν έτσι μυώδη και μελαγχολικά.

Στο διπλανό ανάκλιντρο (πραγματικά, υπάρχει λέξη για αυτό το αντικείμενο πάνω στο οποίο ξαπλώνεις για να κάνεις κοιλιακούς;;) έρχεται και βολεύει τον μίνισκιουλ πισινούλη της η γκομενίτσα που έτρεχε από το προηγούμενο επεισόδιο πάνω στο διάδρομο. Σχεδόν δεν την αναγνωρίζω χωρίς το κυλιόμενο πλαστικό κάτω από τα πόδια της και τη γλώσσα της να κρέμεται έξω από το στόμα της. Ανεβάζει και τα καλίγραμμα πόδια της πάνω σε αυτό- το –πράγμα-για-τους-κοιλιακούς και νιαουρίζει με σθένος: «Παντελήήήήή, γιούχουουουου…» (αυτή προφανώς είναι παλιά. Δεν εξηγείται τέτοια ένδειξη οικειότητας απέναντι στον Καπετάνιο αυτού του σκάφους). Ο Παντελής εμφανίζεται απότομα κάτω από ένα μηχάνημα για τετρακέφαλους (πόσο άσχετη μπήκα εδώ μέσα, πόσο σοφή θα φύγω) όπου κατά πάσα πιθανότητα θα λάδωνε κάποιο μπουζί. Την πλησιάζει σουφρώνοντας τα χείλη του (έκφραση, υποθέτω, που πλησιάζει το χαμόγελο για τα δεδομένα του Καπετάνιου) και τη ρωτά τι τρέχει. Ο μικρός Σπίντι Γκονζάλες συννεφιάζει, βάζει το μικρό της δαχτυλάκι στο πηγούνι της και του λέει:
- Αχ ρε Παντελή μου, έκανα 1 ολόκληρη ώρα διάδρομο (μας δουλεύεις;;; Μία ώρα μόνο; Δεν το είδα εγώ το χρονόμετρο στο διάδρομό σου που έγραφε «μια αιωνιότητα και μία μέρα»;) και τώρα θα κάνω εφτακόσια τριαντα έξι σετ των δεκαεπτάμιση χιλιάδων κοιλιακών (είσαι και δυνατή στην αριθμητική)…
- Μπράβο, μπράβο, της λέει ο Κάπταιν, σουφρώνοντας τα χείλη του όλο ικανοποίηση.
- Πεζζζ μου ρε Παντελή, όμως (μη λες «ρε» στον Καπετάνιο, ανόητη!!), αφού κάνω τόση γυμναστική …
- Ναι; (έχει κερδίσει το ενδιαφέρον του Παντελή αναμφισβήτητα και δεν μπορώ παρά να νιώσω τα τσιμπηματάκια της ζήλειας στους πονεμένους μου μύες)
- … Γ Ι Α Τ Ι Δ Ε Ν Α Δ Υ Ν Α Τ Ι Ζ Ω;; ( Ανασηκώνομαι απότομα – φροντίζοντας πάντα ο κορμός μου να σχηματίζει ορθή γωνία με τα μπούτια μου - σαν το βρυκόλακα στο φέρετρο όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, και ρίχνω το όλο έκπληξη γουρλωμένο βλέμμα μου στον Καπετάνιο, περιμένοντας να ακούσω την απάντησή του: Γιατί αν αδυνατίσεις κι άλλο έχεις πεθάνει και δεν το έχεις καταλάβει; Γιατί τα κόκκαλα δεν αδυνατίζουν; ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΧΑΖΗ;; Όλες μου οι ελπίδες για την ύπαρξη λίγης κοινής λογικής μέσα σε αυτό το διαστημόπλοιο κρέμονται από τα χείλια του Παντελή)
- Ε, της απαντάει αυτός, λες και δεν τρέχει τίποτα, μάλλον θα τρως πολύ.

Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα μετά από αυτό. Μάλλον έπεσα από το-πράγμα-για-τους-κοιλιακούς γιατί άκουσα τον Σπίντι Γκονζάλες να ρωτάει τον καπετάνιο «Τι ήταν αυτό το γκντουπ» και εκείνον να απαντά «Η καινούρια». Με κάποιον τρόπο ανασηκώθηκα από το πάτωμα και βρήκα το δρόμο προς τα αποδυτήρια (περνώντας από τον κάτω όροφο, με τα ποδήλατα και τους διαδρόμους, θυμάμαι φευγαλέα στη γιγαντοοθόνη να παίζει ένα ντοκιμαντέρ με φάλαινες. Αν αναρωτιέστε, οι φάλαινες περνούν το ίδιο γαμάτα όπως οι ιπποπόταμοι, μόνο που έχει παντού νερό). Έπειτα, με τη βοήθεια της τύχης και μόνο επειδή το ήθελα πάρα πολύ, το σύμπαν συνωμότησε υπέρ μου και βρέθηκα μέσα στο αυτοκινητάκι μου να οδηγώ με πυροβολική ταχύτητα προς το χωριό μου, εκεί που τα φώτα του Εντερπράιζ δεν λαμπυρίζουν, οι εξωγήινοι δεν κάνουν ραχιαίους και ο αγαπημένος μου με περίμενε με ένα πιάτο αχνιστές χυλοπίτες και ένα ποτηράκι λευκό κρασί.

Δεν βλέπω την ώρα να ξαναπάω στο γυμναστήριο.

Wednesday, November 01, 2006

Σε περίπτωση που αναρωτιέστε για τις φωτογραφίες που κοσμούν το blog κάτω κάτω δεξιά, με αυτούς τους παλαβούς που χοροπηδούν και την υπέροχη κοπελίτσα που παίζει κιθάρα, εδώ οι απαραίτητες εξηγήσεις:

Πρόκειται για το γερμανικό συγκρότημα που ακούει στο όνομα " Wir Sind Helden" (στα ελληνικά "είμαστε ήρωες"). Μέχρι σήμερα έχουν βγάλει δύο δίσκους τους οποίους συστήνω σε κάθε αυτί που αγάπά τα ποπ τραγούδια με ξεσπασματάκια ροκ. Έχουν υπέροχους στίχους και τη συμπαθέστατα γκρινιάρικη φωνή της Judith η οποία συνθέτει, γράφει και τραγουδά (και, προφανώς, παίζει και κιθάρα). Τα παιδιά έχουν και τη δική τους ιστοσελίδα (στα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά) με εμπνευσμένα και παιχνιδιάρικα γραφικά, δείγματα μουσικής, στίχους και προτάσεις για συναφή (και μη) ακούσματα.Η διεύθυνση είναι
www.wirsindhelden.com (έπρεπε να το βάλεις κάτω στα λινκς, ανόητη ερασιτέχνιδα μπλογκερ της κακιάς ώρας).

Τώρα, αν αναρωτιέστε για τις φωτογραφίες πάνω πάνω δεξιά, αυτές είναι από το Πευκί Ευβοίας και τη Μικρή Μαντίνεια (κοντά στην Καλαμάτα) όπου πήγα την άνοιξη, τραβήχτηκαν με το φριχτό μου Μοτορόλα (το οποίο δεν έχει καν μπλού τουθ, αλλά προφανώς μπορεί να παίρνει όμορφες φωτογραφίες) και αποδεικνύουν ότι όταν ο άνθρωπος είναι ερωτευμένος, όλος ο κόσμος του φαίνεται γαλάζιος, ροζ και ζαχαρένιος...

Καλό μήνα!