Monday, May 21, 2007

Μεγάλος διαγωνισμός, πλούσια δώρα


Αγαπητοί μου αναγνώστες (απευθύνομαι και στους έξι),


ομολογώ την ήττα μου. Η ζέστη, η υγρασία και οι πρόσφατες εξετάσεις που αναγκάστηκα να υποστώ έκαψαν άπειρα από τα εγκεφαλικά μου κύτταρα. Θέλω να γράψω, αλλά δεν βρίσκω ούτε το θέμα ούτε το κίνητρο. Έτσι λοιπόν:


Προκηρύσσω φανταστικό διαγωνισμό όπου καλείστε να μου προτείνετε θέματα για ποστς. Όταν μαζευτούν αρκετές προτάσεις θα κάτσω να βγάλω τις δύο - τρεις καλύτερες και το έπαθλο του νικητή θα είναι να αποτελέσει τη μούσα μου.


Ξέρω ότι θα προτιμούσατε για έπαθλο τέσσερα σκουτεράκια και δώδεκα ψηφιακές κάμερες, αλλά ας σοβαρευτούμε.


Περιμένω τις συμμετοχές σας εναγωνίως!!!

Tuesday, May 15, 2007

Είναι ωραίο να παρκάρεις με φίλους

Οι φίλοι μου, μαζεμένοι στο πίσω κάθισμα, όσο εγώ παρκάρω. Βλέπουμε τον Αντωνάκη, άκρη άκρη αριστερά (με τη μπλε προβοσκίδα) να τρέμει στη θέα του πεζοδρομίου που όλο και πλησιάζει.

(Λιζάκι, το ξέρω ότι μπορώ και καλύτερα, αλλά κάνει ζέστη και ο εγκέφαλος δεν δουλεύει. Για σήμερα μόνο η φωτογραφία, από αύριο θα ακολουθήσει και κείμενο)

Monday, May 07, 2007

Μου σπάσανε το μπαγλαμά


Σκέφτομαι να μετονομάσω το μπλογκ μου σε everydayclio.blogspot.com με υπότιτλο «το απόλυτο σαραβαλάκι της διπλανής μάντρας.» Ναι, καλά το καταλάβατε. Έχω άλλη μια φοβερή ιστορία να διηγηθώ για το αυτοκίνητό μου. Μία όχι ευχάριστη ιστορία, διότι, όπως αποδεικνύεται κάποιος με έχει μουντζώσει.

Το κακό ήρθε και με (ξανα)χτύπησε την προηγούμενη Πέμπτη όταν, αμέριμνη και χαμογελαστή αποβιβάστηκα από το μετρό, συνοδεία του φίλου μου του Αντώνη. Ήμασταν και οι δύο κουρασμένοι από τη μαχόμενη δικηγορία της ημέρας που αφήναμε πίσω μας και συζητούσαμε ανύποπτοι για το πώς θα περάσουμε το βράδυ μας, όταν τα βήματά μας μας οδήγησαν στο χώρο του υπαίθριου πάρκινγκ του μετρό όπου και αντικρίσαμε άξαφνα τα ερείπια του φτωχού μου και χιλιοταλαιπωρημένου αυτοκινήτου: Το κλιουδάκι μου στεκόταν εκεί (το εκεί ήταν τέσσερα – πέντε μέτρα πιο πέρα από εκεί όπου το πρωί το είχα παρκάρει), με το τζάμι του οδηγού σπασμένο, τα αλάρμ αναμμένα (γιατί;;;) και το εσωτερικό του (αυτό το οποίο εγώ αποκαλώ «χώρο πλοήγησης» αλλά κάποιοι άλλοι - όπως πχ. οι αδερφές Σούμπερτ, οι οποίες δεν είναι συγκρότημα αλλά φίλες καρδιακές και τακτικοί θαμώνες του κλιό – «σαλοτραπεζαρία» ) γεμάτο θρυμματισμένα γυαλιά. Όπως καταλαβαίνετε, έγινα έξαλλη.
Όταν γίνομαι έξαλλη, ξαφνικά σταματάω να ακούγομαι. Από εκεί που μιλάω όλη την ώρα και για όλα τα θέματα που μπορεί να φανταστεί κανείς, με φωνή δυνατή – την οποία κάποιοι ενδεχομένως να θεωρήσουν και διαπεραστική - όταν θυμώνω με κάτι, το γυρίζω στο σιωπηλό. Είναι ένας πολύ απλός τρόπος να καταλάβει κανείς ότι τα έχω πάρει άσχημα. Είναι ένας φοβερός επίκτητος μηχανισμός επιβίωσης αυτό το σύστημα, τον οποίο υποψιάζομαι ότι ανέπτυξα κάπου εκεί στην τρυφερή ηλικία των πέντε, όταν, ως μοναχοπαίδι και κακομαθημένο βρωμόπαιδο, διαπίστωσα ότι όταν ούρλιαζα από τσαντήλα προκειμένου να μου κάνουν κάποιο χατήρι, οι χούλιγκανς γονείς μου απλώς έβγαιναν από το δωμάτιο και έκλειναν την πόρτα πίσω τους, πηγαίνοντας κάπου δίπλα να αδιαφορήσουν με την ησυχία τους. Εγώ, πάλι, τρελαινόμουν στο ουρλιαχτό και το κλάμα. Όταν σιγά σιγά κατάλαβα το κόλπο τους αυτό, πέρασα στην αντεπίθεση. Όποτε κάτι με εξόργιζε, έκανα τη μουγκή κρυβόμουν πίσω από καναπέδες και κάτω από τραπέζια, χανόμουν από το οπτικό και ακουστικό τους πεδίο, με συνέπεια οι ανυποψίαστοι γονείς μου να κοιτάζονται στα μάτια άξαφνα και να αναρωτιούνται, τρομαγμένοι «μα πού να΄ναι το μοναχοπαίδι μας, η δροσοσταλίδα της ζωής μας και μοναδική μας χαρά;» Στους ήχους αυτής της απορίας, εγώ λούφαζα όλο και πιο πολύ σε κάποια σκοτεινή γωνιά του σπιτιού ενώ εκείνοι άρχιζαν να με ψάχνουν μανιασμένοι, θορυβημένοι από την ξαφνική ησυχία που επικρατούσε στο διαμέρισμα και την αγωνία για την τύχη του κατά τα συνήθη λαλίστατου τέκνου τους. Όταν με ανακάλυπταν, μετά από πολύ ώρα τυραννικής αναζήτησης, σας πληροφορώ πως τα νεύρα τους ήταν τόσο κουρέλια, και η ανακούφισή τους τέτοια, που δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα να μου αρνηθούν με επιτυχία αυτό που εξ΄αρχής ήθελα. Στρέμματα ολόκληρα οριζόντιας ιδιοκτησίας για την Μπάρμπι μου αγοράστηκαν ακολουθώντας αυτή την τακτική

Έτσι, λοιπόν, και σήμερα δύο δεκαετίες μετά, εξακολουθώ να εφαρμόζω το αυτό σύστημα, ελπίζοντας να πετύχω τα ίδια αποτελέσματα, όχι πάντα με επιτυχία. Στην περίπτωση της προηγούμενης Πέμπτης, που μας ενδιαφέρει, η αλήθεια είναι πως ο καλός μου ο Αντώνης με κοίταξε, βέβαια, λίγο πλάγια, απορημένος, προφανώς για την ξαφνική έλλειψη ήχου από μεριάς μου, φρόντισε, ωστόσο, ευθύς να απασχοληθεί, καλώντας αμέσως από το κινητό του την Άμεσο Δράση και την Τροχαία. Κάπως έτσι πέρασαν είκοσι λεπτάκια, με τον Αντώνη να μιλά στο κινητό με κάθε μπάτσο καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο και με εμένα να κοιτώ σιωπηλή και ακίνητη το τραυματισμένο κλιουδάκι μου και να ελπίζω ότι ο δράστης θα εμφανιστεί από μία γωνιά, εμφανώς συγκινημένος και μετανιωμένος για την στεναχώρια που μου προκάλεσε («Ωχουτο, μωρέ. Βλέπω σας τάραξα, και δεν το ήθελα, καθόλου δεν το ήθελα. Κοίτα που κοκκίνισαν τα μαγουλάκια του και έχει σουφρώσει τη μυτούλα. Έλα εδώ στο θείο να το κάνω μάκια και μετά να χρησιμοποιήσω τη μαγική μου κλεψύδρα, να γυρίσω το χρόνο πίσω και να πάω να σπάσω το τζάμι κάποιου άλλου καλύτερα, ε;»), όταν, επιτέλους, κατέφθασαν τα Όργανα.

Τα Όργανα αριβάρισαν με ένα άσπρο περιπολικό, έκαναν δύο εντυπωσιακές κωλοστριμούρες στο χώρο του πάρκινγκ με τη σειρήνα να αναβοσβήνει και να τσιρίζει και φρέναραν όλο νόημα μπροστά στο κλιουδάκι μου, ενώ μια μυρωδιά καμένου λάστιχου γέμισε την ατμόσφαιρα. Δύο ζευγάρια μάτια (τα δικά μου και του Αντώνη) έπεσαν ομολογουμένως όλο θαυμασμό, πάνω στο αρσενικό Όργανο που αποβιβάστηκε από το εν λόγω περιπολικό, ο οποίος σύντομα μετατράπηκε σε απορία, όταν, με το δεύτερο βλέμμα, διαπιστώσαμε ότι ο μπάτσος που μας έστειλαν τα κεντρικά ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων. Πάνω στην κοκκινωπή του μούρη ήταν εμφανή τα σημάδια της ακμής, ενώ είμαι σίγουρη ότι στο πίσω κάθισμα του περιπολικού είδα ένα βιβλίο Άλγεβρας για την Α’ Λυκείου. Η συνοδηγός του περιπολικού, με ξανθές κουκλίστικες μπούκλες, ποτέ δεν κατέβηκε από αυτό, πράγμα που με κάνει να πιστεύω ότι δεν ήταν καν μπατσίνα, αλλά απλώς η γκομενίτσα του Οργάνου Α.

Το Όργανο έκανε έναν κύκλο το αυτοκίνητο – θύμα και ύστερα ξεφύσηξε αγχωμένος (εμ, βέβαια κι εγώ θα αγχωνόμουν εάν έγραφα άλγεβρα την επόμενη και με φώναζαν συνεχώς για αυτοψίες!) . Αφού εξακρίβωσε σε ποιόν ανήκει το αυτοκίνητο, έπλεξε τα χέρια πάνω στο καχεκτικό του στέρνο και κάρφωσε το βλέμμα στον Αντώνη.


- Εσείς, τον ρώτησε όλο νόημα σουφρώνοντας τα φρύδια, τι σχέση έχετε με την δεσποινίς;;;

Στην καλύτερη των συνθηκών, ακόμα δηλαδή και εάν δεν στέκεσαι μπροστά από τη σωρό ενός δύσμοιρου κλιό, συγκλονισμένος από την ωμή βία και την αδικία της κοινωνίας, ακόμα και εάν δεν ε΄χεις μία δύσκολη μέρα μαχόμενης δικηγορίας πίσω σου, η σχέση την οποία έχει ο Αντώνης με την δεσποινίς (δηλαδή εμένα) είναι κάπως κομπλικέ για να την εξηγήσεις με δύο λόγια. Ξεκινήσαμε ως αλληλο - αντιπαθούμενοι έφηβοι, γείτονες στο φροντιστηριακό θρανίο, συνεχίσαμε εξομολογητές και φίλοι δια αλληλογραφίας (γράφαμε πάντα γράμματα ο ένας στον άλλον, παρότι τα σπίτια μας είχαν δύο στενά διαφορά και τα θρανία μας 10 εκατοστά), περάσαμε και μια σύντομη ευτυχώς (για τα νεύρα όλων μας) κατάσταση σορολόπ – εφηβικού ορμονισμού και καταλήξαμε σήμερα συνάδελφοι, συνταξιδιώτες στο μετρό, συνδαιτημόνες σε φανταστικές πολιτιστικές εκδηλώσεις (βλ. Πικέρμι σίτυ και Μπίτλς Ριγιούνιονζζ) και λίγο σαν ζευγάρι παντρεμένο από χρόνια, υπό την έννοια ότι εκείνος φροντίζει πάντα (και όχι χωρίς να με εκνευρίζει) να με διορθώνει όταν οδηγώ (ειδικά όταν παρκάρω) και εγώ του ισιώνω τη γραβάτα μέσα στο τρένο. Όλα τα ανωτέρω, ο Αντωνάκης προσπάθησε να τα συνοψίσει ψελλίζοντας αγχωμένα στο Όργανο:


- Εεεε…φφφ…φίλοι, ξξξ..ξέρω ΄γω;;

Ο μπάτσος αυτό το βρήκε πολύ ύποπτο, και αμέσως έκανε ένα σημείωμα στο μικρό μπλοκάκι που έβγαλε από την κωλότσεπη. Πάω στοίχημα ότι τον έβαλε νούμερο ένα στη λίστα με τους υπόπτους του, πράγμα πολύ άδικο, γιατί ο Αντώνης μπορεί να βρίζει πάντα πολύ άσχημα τα Θεία και της μητέρες διαφόρων παιχτών των αντίπαλων ομάδων, αλλά το κάνει πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και τέλος πάντων ταραχοποιό στοιχείο δεν είναι.

Κατόπιν, ο νεαρός μπατσούλης με συμβούλεψε να πάρω πολλές και όμορφες φωτογραφίες το βεβηλωμένο μου αυτοκίνητο, προκειμένου να αποδείξω στην ασφαλιστική ότι η κακοί άνθρωποι μου το κάνανε βαβά και να πάρω πίσω τα λεφτά μου. Πράγματι, όλο χαρά (δεν ήθελα και πολύ) έβγαλα τη φανταστική μου ΙΞΟΥΣ από την τσάντα και άρχισα να απαθανατίζω τις απώλειες, φροντίζοντας οι φωτογραφίες που έβγαζα να μην υστερούν σε ποιότητα και καλλιτεχνική άποψη. Πάνω, ωστόσο, που είχα μισοξαπλώσει κάτω από την μπροστινή ρόδα και έβγαζα ένα φανταστικό πανοραμικό χαμηλό του σπασμένου τζαμιού, είδα τον μπατσούλη να με πλησιάζει επιθετικά και να στέκεται από επάνω μου, κουνώντας μου ένα τεντωμένο δάχτυλο. Έβαλα κάτω τη φωτογραφική και τον κοίταξα όλο απορία.


- Συγγνώμη, μου λέει, δεν πιστεύω να πήρατε κι εμένα φωτογραφία.


Τον κοίταξα, σουφρώνοντας τα χείλη, προσπαθώντας να μείνω σοβαρή. Φανταστικέ μπάτσε μου, ήθελα να του πω, είναι δυνατόν να κρατάω στα χέρια μου φωτογραφική μηχανή και να μην στρέψω το φακό της πάνω στη μορφή σου, να την απαθανατίσω και να την έχω και για τις κρύες νύχτες του χειμώνα να με ζεσταίνει η ανάμνηση της παρουσίας σου; Αντ΄ αυτού – ίσως επειδή ένιωσα ότι δεν με συνέφερε πραγματικά – , σηκώθηκα όρθια, τον κοίταξα στα μάτια και περιορίστηκα να του απαντήσω:


- Νομίζω ότι έχετε όντως μπει λίγο μέσα στο πλάνο, τουλάχιστον από το λαιμό και κάτω. Γιατί προβληματίζεστε;
- Θα σας παρακαλέσω να σβήσετε την εν λόγω φωτογραφία αμέσως, μου αποκρίθηκε, κοιτώντας κάπου πίσω από τον ώμο μου.
- Ναι, βεβαίως, κανένα πρόβλημα, αλλά επειδή πραγματικά δεν φαίνεται το κεφάλι σας καθόλου, πείτε μου γιατί είναι πρόβλημα για εσάς;
- Για περίπλοκους νομικούς λόγους, τους οποίους δεν θα κατανοήσετε, έτσι κι αλλιώς, θα σας παρακαλέσω να σβήσετε την εν λόγω φωτογραφία αμέσως, είπε ο υπαστυνόμος μικρός Νικόλας και συνέχισε να κοιτάει πάνω από τον ώμο μου. (νομίζω ότι κοίταγε τον Αντώνη, ο οποίος προσπαθούσε να μην γελάσει, χώνοντας το κεφάλι μέσα στο πορτ παγκαζ του κλιο και κάνοντας ότι ψάχνει για ενοχοποιητικά στοιχεία)
Είχα πλέον αρχίσει να φουντώνω από περιέργεια.
- Μα, όχι, σας παρακαλώ, εάν πράγματι πρόκειται για περίπλοκο νομικό λόγο, θέλω πάρα πολύ να τον ακούσω, τον παρακάλεσα προσπαθώντας να διατηρήσω τη σοβαρότητά μου
- Για να σας το πω απλά, έχει να κάνει με την προστασία των προσωπικών μου δεδομένων ως άτομο.

Ακούστηκε ένα δυνατό «γκτουπ!», που δεν ήταν τίποτα άλλο από τον ήχο του κεφαλιού του Αντώνη ο οποίος στο άκουσμα της τελευταίας ατάκας το χτύπησε προφανώς οικειοθελώς στο καπώ, ενώ όλη η παρέα γύρισε και τον κοίταξε.


- Αυτόν, έσκυψε προς το μέρος μου ο τάινι μπάτσος και μου ψιθύρισε, πόσο τον εμπιστεύεστε;
- Ελάχιστα, του αποκρίθηκα κι εγώ συνωμοτικά, αλλά ένεκα η ανάγκα, καταλαβαίνετε.
- Εγώ, εάν θέλετε τη γνώμη μου, συνέχισε να μου ψιθυρίζει, θα πρόσεχα τα νώτα μου. Είστε σίγουρη ότι ξέρετε πού βρισκόταν ο τύπος ανάμεσα στις πέντε και τις επτά σήμερα το απόγευμα και εάν κουβαλάει κάποιο βαρύ και επικίνδυνο εργαλείο μέσα σε αυτό το πράγμα; Έδειξε προς την κατεύθυνση του Αντώνη, αλλά το δάχτυλό του θα μπορούσε να δείχνει είτε το μεγάλο μαύρο χαρτοφύλακα που αυτός κρατούσε, είτε τον καβάλο του παντελονιού του, οπότε είπα να μη δώσω συνέχεια στη συζήτηση περί βαριών και επικίνδυνων εργαλείων.

Με τούτα και με εκείνα, αφού χασομερήσαμε γύρω στη μία ώρα και συμπέρασμα δεν βγάλαμε, ο μπατσούλης μας ρώτησε αν υπήρχε κάτι άλλο που μπορούσε να κάνει για εμάς («πραγματικά, όχι, δεν μας περνάει κάτι από το μυαλό, δώσατε τον καλύτερό σας εαυτό κύριε όργανο»), έριξε μια τελευταία ερευνητική ματιά στο χώρο, μήπως και κάποιος ύποπτος κρυβόταν πίσω από τις κολώνες του πάρκινγκ περιμένοντας πότε θα φύγει ο φρουρός της τάξης και μπήκε στο περιπολικό του. Θα έπαιρνα όρκο ότι όπως έστριψε για να φύγει, τον άκουσα από το ανοιχτό παράθυρο να λέει στην ξανθούλα « μην αγχώνεσαι, ρε συ, η άλγεβρα είναι πανευκολούρα, αφού σου είπα», αλλά, όπως σας είπα και στην αρχή ήμουν πολύ ταραγμένη από το συμβάν και ενδεχομένως να παράκουσα.

Όταν μείναμε πάλι μόνοι μας, εγώ, ο Αντωνάκης και το ημιθανές κλιό, αποφασίσαμε πως το να παραμένουμε στο χώρο του εγκλήματος δεν βοηθούσε κανέναν μας και πως όσο πιο γρήγορα φεύγαμε, τόσο πιο άμεσα θα ξεκινούσε η διαδικασία της επούλωσης των ψυχικών τραυμάτων μας. Χρησιμοποιώντας βιβλία, μία τζάμπα εφημερίδα του μετρό αλλά και ένα γάντι φούρνου που είχα στο πίσω κάθισμα (όχι άδικα οι αδελφές Σούμπερτ αποκαλούν το πίσω κάθισμα «κουζίνα cum αποθήκη» ) καθαρίσαμε όπως όπως το κάθισμα του οδηγού και του συνοδηγού από τα θραύσματα, βάλαμε και έναν μουσαμά επάνω τους προκειμένου να μην πληγώσουμε τα αχαμνά μας («εάν σου μπει τίποτα στον πισινό, θα πούμε ότι πήγες διακοπές στο Τέξας και έπεσες πάνω σε έναν κάκτο» είπα στο θαρραλέο συνοδηγό μου) και βάλαμε μπρος για το σπίτι.

Όταν παρκάραμε μπροστά από το σπίτι του Αντώνη συναντήσαμε τη μικρή του αδελφή (η οποία πλέον δεν είναι τόσο μικρή, αλλά στα μάτια μας θα είναι πάντα μία παιδούλα) , η οποία αφού μου έκανε τράκα ένα τσιγάρο, επιθεώρησε τα συντρίμμια και έβγαλε το πόρισμα ότι κάποιος πήγε να ανοίξει το πορτ παγκαζ προκειμένου να εισέλθει και στο υπόλοιπο αυτοκίνητο και να το βουτήξει. Η λεπτομέρεια και η πειστικότητα με την οποία μας περιέγραψε τις πιθανές κινήσεις του δράστη μας έβαλαν σε σκέψεις και σπεύσαμε να την ρωτήσουμε πού βρισκόταν εκείνη ανάμεσα στις πέντε και στις εφτά εκείνο το απόγευμα, ενώ όταν αποδείχθηκε ότι το άλλοθί της ήταν ακλόνητο, χαμογελάσαμε ανακουφισμένοι και αποδώσαμε τις γνώσεις της περί κλοπής αυτοκινήτου στην άγρια εφηβεία την οποία (δόξα των Θεώ) είχε αφήσει πίσω της ανεπιστρεπτί. Μετά από αυτό, αποχαιρέτισα το σύντροφο Αντώνη και πήρα το δρόμο της επιστροφής.

Ο δρόμος της επιστροφής με έφερε από το σπίτι της φίλης μου της Μαρίας που περνούσε το δικό της προσωπικό δράμα για λόγους εντελώς άσχετους με τους σκοπούς αυτού εδώ του ποστ και η οποία μπαίνοντας στο αυτοκίνητο με παρακάλεσε να «ανεβάσω λίγο το παράθυρο, γιατί είχε αρχίσει να κρυώνει κάπως» και δεν σταμάτησε να γελάει παρά μόνο όταν την κοίταξα με το Τρομακτικό μου Βλέμμα Νο. 3, το οποίο κάνει και λοκατζήδες να λυγίζουν, και για λίγη ώρα μετά από αυτό οι σχέσεις μας ψυχράνθηκαν, αλλά λίγο πριν κατέβει από το αυτοκίνητο και την ώρα που δεν πρόσεχε, της έκλεψα το φούτερ, οπότε ήρθαμε ισοπαλία και ξαναγίναμε αγαπημένες (μέχρι να διαπιστώσει ότι της λείπει).
Η αυλαία αυτής της φριχτής ιστορίας βίας και αδικίας παίχτηκε το Σάββατο το πρωί, στο συνεργείο του Τάσου του Μπαρπριζά, ο οποίος άλλαξε το σπασμένο τζάμι (με ένα μη σπασμένο), καθάρισε με την δυνατή του ηλεκτρική σκούπα το χώρο πλοήγησης και τρομοκράτησε και την ασφαλιστική μου αναγκάζοντάς την να μου πληρώσει τα σπασμένα, όσο εγώ, αραχτή στο γραφείο του άκουγα Νόρα Τζόουνς και διάβαζα τον κόκορα του Αρκά.

Θέλω να κλείσω αυτή τη μικρή διήγηση εκφράζοντας την ειλικρινή ελπίδα να καεί στην κόλαση ο παλιοκαραγκιόζης που μου έσπασε το τζάμι την προηγούμενη Πέμπτη στο πάρκινγκ του σταθμού Δουκ. Πλακεντίας, ο οποίος (για λόγους μυστικούς και γνωστούς μόνο σε εμένα και τον Αντώνη) υποψιάζομαι ότι οδηγεί ένα ασημί Κόρσα και απευθύνοντας μια έκκληση προς το θεό ή το Μέγα Ωρολογοποιό, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτός που κινεί τα νήματα εκεί επάνω, ΝΑ ΜΕ ΑΦΗΣΟΥΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΟΛΟΙ ΕΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΡΑΒΑΛΑΚΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΜΑΣ.

Ευχαριστώ.