Η προχθεσινή ημέρα, αν και ξημέρωσε εορταστική για εμάς τους Γιώργηδες και τις Γεωργίες, αποδείχθηκε (για εμένα) μεγάλο φιάσκο πριν περάσουν καλά καλά δύο ωρίτσες από το μπρέκφαστ και κάπως έτσι, αφότου πέρασα πολλές ώρες να βγάζω μαύρους καπνούς οργής από τα αυτιά, να απαντάω απότομα στους δόλιους καλοπροαίρετους που με έπαιρναν τηλέφωνο για να μου ευχηθούν «Χρόνια Πολλά» αλλά και να επιτίθεμαι φραστικά σε τετράχρονα που βρίσκονταν στο δρόμο μου, κατέληξα στις πεντέμιση το απόγευμα να ουρλιάζω στο ακουστικό και μέσα στο αυτί της Ράνιας «ΕΦΤΑ Η ΩΡΑ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ. ΜΗΝ ΑΚΟΥΣΩ ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΚΑΝΟΝΙΣΕΙ ΜΕ ΑΛΛΟ ΓΙΩΡΓΟ, ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΗΔΗ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ ΝΕΥΡΑ.». Η Ράνια, κορίτσι από σπίτι, ηθικό και πράο, αρκέστηκε στο να αποκριθεί «Εντάξει, λοιπόν, εφτά η ώρα στον Ιανό με το κράνος μου» και να κλείσει απαλά απαλά το τηλέφωνο, ενώ, τέσσερα παρόμοια τηλεφωνήματα μετά, είχα ήδη οργανώσει (ή, καλύτερα, τρομοκρατήσει) τη μικρή μου παρεούλα προς εορτασμό αυτής της πολύ σημαντικής ημέρας.
Πράγματι, δύο ωρίτσες αργότερα, περιτριγυρισμένη από τους φίλους μου, οι οποίοι με τη βοήθεια λίγου αλκοόλ είχαν ήδη σταματήσει να με φοβούνται και είχαν αρχίσει να θυμούνται γιατί με συμπαθούν, κατάφερα και εγώ να ξεχάσω τα φοβερά μου νεύρα (τα οποία, αμυδρά πλέον θυμόμουν ότι είχαν πυροδοτηθεί από ένα μαινόμενο αφεντικό στις εννιά παρά τέταρτο, έναν καραγκιόζη ταξιτζή ο οποίος επέμενε ότι η Βασ. Γεωργίου στο λιμάνι δεν πιάνει την παραμικρή κίνηση το πρωί, αλλά και έναν Βραζιλιάνο χασοδίκη που δεν σηκώνει το τηλέφωνο εδώ και μία εβδομάδα) και να απολαύσω τη φανταστική μου παρέα. Η πρόοδος που σημειώθηκε στη διάθεσή μου πήγε να χαλάσει προς στιγμήν, όταν είδα τον Άκη (άρτι αφιχθέντα από τον αγώνα που είχε με την ομάδα Μπάτμινγκτον της Οξφόρδης) να ανεμίζει μια σακούλα βιβλιοπωλείου μπροστά μου, αλλά ευτυχώς, η τραγωδία απετεύχθη, καθώς το βιβλίο που μου πήρε για δώρο δεν το είχα ήδη διαβάσει, σε αντίθεση με τα τελευταία τριάντα έξι που μου έχει κατά καιρούς μοστράρει για γενέθλια, γιορτές και λοιπές αφορμές. Η ατμόσφαιρα πάγωσε επίσης για λίγο όταν η Ράνια έβγαλε από την τσάντα της ένα αντιγραμμένο σιντί εν είδη δώρου, την ώρα που όλοι ξέρουμε ότι εκατομμύρια δολάρια αλλάζουν χέρια καθημερινά στο δικηγορικό γραφείο – βιτρίνα στο οποίο εργάζεται, και πολλά από αυτά καταλήγουν στην τσέπη της (απόδειξη για το πόσο αποδίδουν οι δουλειές με τις οποίες έχει καταπιαστεί, αποτελεί και το γεγονός ότι καθημερινά η κυρία την κοπανάει από το γραφείο μόλις το ρολόι δείξει δώδεκα το μεσημέρι – μέχρι εκείνη την ώρα έχει ήδη εισπράξει όσα ο μέσος νεοέλληνας δανείζεται από την Τράπεζα για να χτίσει το πρώτο του αυθαίρετο) , ωστόσο έδωσα τόπο στην οργή και δεν έκανα σκηνή γιατί σκέφτηκα επιπλέον, πως δεν θα ήθελα να είναι το δώρο της γιορτής μου αγορασμένο με ύποπτα χρήματα.
Πάνω που αρχίσαμε να νιώθουμε χαλαροί και αστείοι, ωστόσο, ο χώρος του καφέ στον Ιανό γέμισε ξαφνικά από μαλλιάδες, μουσάτους και, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον, άπλυτους κοντοπίθαρους τύπους, οι οποίοι κοιτούσαν δεξιά και αριστερά λίγο σα να ψάχνουν την τουαλέτα, λίγο σα να αναζητούν το σωστό επιθετικό προσδιορισμό για να υμνήσουν το χρώμα των βοστρύχων της καλής τους. Τότε ήταν που πληροφορηθήκαμε από τους αρμόδιους ότι οι εν λόγω κοντοπίθαροι δεν βρέθηκαν από σύμπτωση όλοι εκεί, αλλά τύγχαναν Ισπανοί ποιητές (εξού, ενδεχομένως και τα πλάνα ονειροπόλα βλέμματα πάνω από τα μούσια) οι οποίοι είχαν μαζευτεί για να απαγγείλουν τα ισπανικά ποιήματά τους. Σύντομα, έγινε φανερό ότι ήμασταν οι μόνη παρέα που δεν έπινε το ποτό της στον Ιανό με σκοπό να απολαύσει αλλοδαπή λυρική τέχνη και ακόμα πιο σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι, εάν συνεχίζαμε να περνάμε τόσο καλά και να το εκφράζουμε με δυνατές φωνές και γέλια, θα τρώγαμε άσχημο βρωμόξυλο. Όταν η ευτραφής κυρία με το κούρεμα Τζίμι Χέντριξ, η οποία καθόταν μπροστά μας, μας έκανε για δεύτερη φορά την παρατήρηση κοιτώντας μας όλο μίσος και απειλώντας να καταγείλει την ασεβή συμπεριφορά μας στον Βαγγέλη το Σερβιτόρο, καταλάβαμε πως είχε έρθει η ώρα να μαζέψουμε τα μπογαλάκια μας. Πράγματι, εκτός από τη Λίζα, η οποία ήταν η μοναδική που καταλάβαινε τους Ισπανούς μαλλιάδες και τα Ισπανικά τους χαικού (και η Μαρία ξέρει Ισπανικά, αλλά η καινούρια της περμανάντ την εμπόδιζε να ακούσει καθαρά αυτά που απαγγέλονταν επί σκηνής) κανείς άλλος δεν έπιανε λέξη από τα λεγόμενα (παρότι είμαστε παρέα αρκετά κουλτουριάρικη – ο Αντώνης έχει μάλιστα στην κυριότητά του μία ποιητική συλλογή του Ρίλκε, ενώ ο Άκης με ξύπναγε πάντα όταν έμπαινε για μάθημα η καθηγήτρια της Λυρικής Ποίησης) επομένως δεν υπήρχε πραγματικά κάποιος λόγος να μείνουμε στο εν λόγω καφέ. Σηκωθήκαμε, πληρώσαμε, μαζέψαμε τα πράγματά μας και φροντίζοντας να κάνουμε όσο πιο πολύ θόρυβο μπορούσαμε, αποχωρήσαμε με το κεφάλι ψηλά. Αργότερα, η Λίζα μας δήλωσε ότι άκουσε Ισπανικές βλασφήμιες να απαγγέλονται από τη σκηνή, σε άψογο λυρικό μέτρο.
Πράγματι, δύο ωρίτσες αργότερα, περιτριγυρισμένη από τους φίλους μου, οι οποίοι με τη βοήθεια λίγου αλκοόλ είχαν ήδη σταματήσει να με φοβούνται και είχαν αρχίσει να θυμούνται γιατί με συμπαθούν, κατάφερα και εγώ να ξεχάσω τα φοβερά μου νεύρα (τα οποία, αμυδρά πλέον θυμόμουν ότι είχαν πυροδοτηθεί από ένα μαινόμενο αφεντικό στις εννιά παρά τέταρτο, έναν καραγκιόζη ταξιτζή ο οποίος επέμενε ότι η Βασ. Γεωργίου στο λιμάνι δεν πιάνει την παραμικρή κίνηση το πρωί, αλλά και έναν Βραζιλιάνο χασοδίκη που δεν σηκώνει το τηλέφωνο εδώ και μία εβδομάδα) και να απολαύσω τη φανταστική μου παρέα. Η πρόοδος που σημειώθηκε στη διάθεσή μου πήγε να χαλάσει προς στιγμήν, όταν είδα τον Άκη (άρτι αφιχθέντα από τον αγώνα που είχε με την ομάδα Μπάτμινγκτον της Οξφόρδης) να ανεμίζει μια σακούλα βιβλιοπωλείου μπροστά μου, αλλά ευτυχώς, η τραγωδία απετεύχθη, καθώς το βιβλίο που μου πήρε για δώρο δεν το είχα ήδη διαβάσει, σε αντίθεση με τα τελευταία τριάντα έξι που μου έχει κατά καιρούς μοστράρει για γενέθλια, γιορτές και λοιπές αφορμές. Η ατμόσφαιρα πάγωσε επίσης για λίγο όταν η Ράνια έβγαλε από την τσάντα της ένα αντιγραμμένο σιντί εν είδη δώρου, την ώρα που όλοι ξέρουμε ότι εκατομμύρια δολάρια αλλάζουν χέρια καθημερινά στο δικηγορικό γραφείο – βιτρίνα στο οποίο εργάζεται, και πολλά από αυτά καταλήγουν στην τσέπη της (απόδειξη για το πόσο αποδίδουν οι δουλειές με τις οποίες έχει καταπιαστεί, αποτελεί και το γεγονός ότι καθημερινά η κυρία την κοπανάει από το γραφείο μόλις το ρολόι δείξει δώδεκα το μεσημέρι – μέχρι εκείνη την ώρα έχει ήδη εισπράξει όσα ο μέσος νεοέλληνας δανείζεται από την Τράπεζα για να χτίσει το πρώτο του αυθαίρετο) , ωστόσο έδωσα τόπο στην οργή και δεν έκανα σκηνή γιατί σκέφτηκα επιπλέον, πως δεν θα ήθελα να είναι το δώρο της γιορτής μου αγορασμένο με ύποπτα χρήματα.
Πάνω που αρχίσαμε να νιώθουμε χαλαροί και αστείοι, ωστόσο, ο χώρος του καφέ στον Ιανό γέμισε ξαφνικά από μαλλιάδες, μουσάτους και, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον, άπλυτους κοντοπίθαρους τύπους, οι οποίοι κοιτούσαν δεξιά και αριστερά λίγο σα να ψάχνουν την τουαλέτα, λίγο σα να αναζητούν το σωστό επιθετικό προσδιορισμό για να υμνήσουν το χρώμα των βοστρύχων της καλής τους. Τότε ήταν που πληροφορηθήκαμε από τους αρμόδιους ότι οι εν λόγω κοντοπίθαροι δεν βρέθηκαν από σύμπτωση όλοι εκεί, αλλά τύγχαναν Ισπανοί ποιητές (εξού, ενδεχομένως και τα πλάνα ονειροπόλα βλέμματα πάνω από τα μούσια) οι οποίοι είχαν μαζευτεί για να απαγγείλουν τα ισπανικά ποιήματά τους. Σύντομα, έγινε φανερό ότι ήμασταν οι μόνη παρέα που δεν έπινε το ποτό της στον Ιανό με σκοπό να απολαύσει αλλοδαπή λυρική τέχνη και ακόμα πιο σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι, εάν συνεχίζαμε να περνάμε τόσο καλά και να το εκφράζουμε με δυνατές φωνές και γέλια, θα τρώγαμε άσχημο βρωμόξυλο. Όταν η ευτραφής κυρία με το κούρεμα Τζίμι Χέντριξ, η οποία καθόταν μπροστά μας, μας έκανε για δεύτερη φορά την παρατήρηση κοιτώντας μας όλο μίσος και απειλώντας να καταγείλει την ασεβή συμπεριφορά μας στον Βαγγέλη το Σερβιτόρο, καταλάβαμε πως είχε έρθει η ώρα να μαζέψουμε τα μπογαλάκια μας. Πράγματι, εκτός από τη Λίζα, η οποία ήταν η μοναδική που καταλάβαινε τους Ισπανούς μαλλιάδες και τα Ισπανικά τους χαικού (και η Μαρία ξέρει Ισπανικά, αλλά η καινούρια της περμανάντ την εμπόδιζε να ακούσει καθαρά αυτά που απαγγέλονταν επί σκηνής) κανείς άλλος δεν έπιανε λέξη από τα λεγόμενα (παρότι είμαστε παρέα αρκετά κουλτουριάρικη – ο Αντώνης έχει μάλιστα στην κυριότητά του μία ποιητική συλλογή του Ρίλκε, ενώ ο Άκης με ξύπναγε πάντα όταν έμπαινε για μάθημα η καθηγήτρια της Λυρικής Ποίησης) επομένως δεν υπήρχε πραγματικά κάποιος λόγος να μείνουμε στο εν λόγω καφέ. Σηκωθήκαμε, πληρώσαμε, μαζέψαμε τα πράγματά μας και φροντίζοντας να κάνουμε όσο πιο πολύ θόρυβο μπορούσαμε, αποχωρήσαμε με το κεφάλι ψηλά. Αργότερα, η Λίζα μας δήλωσε ότι άκουσε Ισπανικές βλασφήμιες να απαγγέλονται από τη σκηνή, σε άψογο λυρικό μέτρο.
Στο επόμενο μπαράκι που πήγαμε, αντιμετωπίσαμε πολλά και διάφορα προβλήματα απανωτά. Καταρχήν, αντίθετα με τον Ιανό, όποιος δεν ούρλιαζε εκεί μέσα δεν είχε καμμιά πιθανότητα ούτε να μιλήσει με το διπλανό του, αλλά ούτε και να πιει το ποτό το οποίο πραγματικά παρήγγειλε. Κάπως έτσι, πριν περάσει καλά καλά το πρώτο μισάωρο, βρέθηκε ο Αντωνάκης να πίνει Χάινεκεν με τζιν & τόνικ, και η Ράνια τίποτα. Τότε σταματήσαμε να μιλάμε εντελώς και επιδοθήκαμε στο αγαπημένο μας σπορ όταν βγαίνουμε, το οποίο είναι να αγκαλιαζόμαστε, να φιλιόμαστε και να τραβιόμαστε φωτογραφίες (βλ. λίγα ποστ παρακάτω) . Στη συνέχεια, άξαφνα και κάτω από τις μύτες όλων μας, ο Άκης πήγε και εξαφανίστηκε. Στην αρχή πιστέψαμε ότι πήγε να λογαριαστεί με τη σερβιτόρα γιατί του έφερε λάθος ποτό (λες και στους άλλους έφερε το σωστό!) αλλά, όσο περνούσε η ώρα και εκείνος (ο Άκης) δεν εμφανιζόταν ενώ εκείνη (η σερβιτόρα) έκοβε άνετα σουλάτσα περιφέροντας το γεμάτο (λάθος ποτά) δίσκο της μπροστά μας, καταλάβαμε ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Πράγματι, όταν έκλεισε μισή ώρα απουσίας, η ανήσυχη ομάδα μας μαζεύτηκε και με τα κεφάλια ενωμένα σαν την Εθνική Ελλάδος στο τελευταίο τάιμ άουτ του αγώνα, αρχίσαμε να κάνουμε μπρέιν στόρμινγκ για το πώς θα ξαναβρούμε τον Άκη, ο οποίος είναι αξιολάτρευτο παιδί και πολύ καλός φίλος και είχε ήδη λείψει σε όλους μας. Πάνω που η Λίζα πρότεινε να πάρουμε τηλέφωνο στο «Χαμόγελο του παιδιού» και όλοι τείναμε να συμφωνήσουμε μαζί της, διαπιστώσαμε με φρίκη ότι από τη χαρωπή παρέα μας έλειπε τώρα και η Ράνια! Κύματα απελπισίας άρχισαν να εξαπλώνονται στη μικρή μας εορταστική ομάδα η οποία είχε ήδη χάσει δύο μέλη – κλειδιά της, ενώ η αγωνία για την τύχη αυτών που είχαν μείνει πίσω άρχισε να κορυφώνεται κατακόρυφα. Στα μάτια μας μπορούσε πλέον να διακρίνει κανείς το φόβο ότι σε αυτό το μπαράκι από την κόλαση που μας είχαν οδηγήσει οι βρωμύλοι Ισπανοί ποιητές θα αφήναμε και το τελευταίο μας κοκαλάκι, ενώ μια χοντρή στάλα ιδρώτα άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του Αντωνάκη, όταν κάποιος θυμήθηκε από το πουθενά ότι η Ράνια είχε αποχωρήσει διότι είχε να πάει και σε άλλο Γιώργο, (είχε, μάλιστα χαιρετίσει την παρέα και πληρώσει για την μπύρα που δεν ήπιε! – εμ, βέβαια, άμα έχεις λεφτά με τη σέσουλα…) ενώ πριν προλάβουμε να χαρούμε για τη λύση του ενός μυστηρίου, φάνηκε και ο Άκης σώος και αβλαβής να μπαίνει από την πόρτα. Αφού τον υποδεχτήκαμε όλο αγκαλιές και φιλιά και τον κατσαδιάσαμε για την τρομάρα που μας έδωσε (εκείνος μας κοίταξε σα να είμαστε χαζοί και δήλωσε ότι είχε βγει απλώς έξω να κάνει ένα τηλεφωνάκι – σίγουρα κάποια βρωμοδουλειά, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ούτε η μυστικότητα ούτε η διάρκεια της συνδιαλλαγής – ενδεχομένως να τον έχει πιάσει στα νύχια της η Ράνια) αποφασίσαμε πως η βραδιά δεν σηκώνει άλλες συγκινήσεις και σηκωθήκαμε να πάμε σπίτια μας.
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, πρέπει να πω πως η προχθεσινή εορταστική ημέρα ξεκίνησε λίγο στραβά αλλά τελείωσε περίφημα χαρίζοντάς σε όλους μας πολύτιμες αναμνήσεις (αν εξαιρέσεις το περιστατικό με το τετράχρονο, για το οποίο δεν είμαι ιδιαίτερα περήφανη, αλλά δεν μπορείς να τους κερδίσεις και όλους). Έχω και φωτογραφίες προς δημοσίευση και επίρρωση των ισχυρισμών μου, αλλά θέλω να δω αν θα με πληρώσει κανένας από τους καλούς μου φίλους και πρωταγωνιστές της εορταστικής βραδιάς για να τις κρατήσω κλειδωμένες στο συρτάρι.
Και του χρόνου!
3 comments:
Σιγά μη σε πληρώσω κιόλας! Μουλάρα, ε, μουλάρα! Που μπορεί η περμανάντ να μου μπούκωσε λίγο το αφτί, δε λέω, η αμμωνία είναι καυστική, αλλά όταν μετά από 10 ώρες δουλειά έχεις εσύ τα απεγνωσμένα κέφια σου -γιορτή σου γαρ!- τι περιμένεις;
Και γιατί να σου πάνε όλα καλά; Είπαμε εορταστική εορτή είναι, όχι το μιλλένιουμ!
Σόρρυ κι όλας, τι πα να πει του αγίου Γεωργίου τα βγάζουνε;
Είναι παροιμία του σοφού λαού και λέει:" Του Αγίου Γεωργίου τα βγάζουνε, του Αγίου Δημητρίου τα βάζουνε...".
Ο σοφός λαός εννοεί τα χαλιά που στρώνουμε στο πάτωμα, αλλά εγώ έκανα λογοπαίγνιον, γιατί έβγαλα τους φίλους μου βόλτα. Κατάλαβες;
Post a Comment