Monday, January 29, 2007

Εγώ, εσύ, το ΛΑΝΤΑ κι η φίλη σου η χαζή

Περνάω πάρα πολλές ώρες της μικρής, θνητής μου ζωής μέσα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, γεγονός το οποίο με κάνει να πιστεύω ότι είμαι μεγάλη ειδήμων και ικανή να εκφράσω άποψη για κάθε ζήτημα το οποίο ανακύπτει και αφορά σε αυτά. Διευκρινιστικά, να πω ότι όταν λέω «πάρα πολλές ώρες» εννοώ στην πραγματικότητα πολύ λιγότερες από αυτές τις οποίες περνάω καθημερινά ακούγοντας τη γκρίνια του αφεντικού μου, αλλά συγχρόνως πολύ περισσότερες από αυτές που περνάω στην αγκαλιά του Ρέιφ Φάινς ακούγοντας όρκους αγάπης και αφοσίωσης από το στόμα του (αυτές ανέρχονται, δυστυχώς, σε ένα ολοστρόγγυλο μηδέν).

Επειδή ζω σε ένα χωριό μακριάάά, μακριάάάά, πολύ μακριά από την όμορφη Αθήνα, άρχισα από την τρυφερή ηλικία των 18, όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, να μπαινοβγαίνω σε τραμ, τρένα και λεωφορεία προκειμένου να αριβάρω στην κεντρικότατη Σόλωνος ορμώμενη από την ειδυλλιακή παραλία της Ανατολικής Αττικής (την οποία βλέπετε και σε μεγάλα κέφια στη φωτογραφία από κάτω). Εμείς τότε θυμάμαι (και συγχωρήστε με αν ακούγομαι σαν κατοχική γιαγιά αυτή τη στιγμή, αλλά, πραγματικά κάπως έτσι νιώθω), δεν είχαμε τις πολυτέλειες που έχει σήμερα η Μαζικώς Μεταφερόμενη νεολαία (μετρό, προαστιακούς και τα συναφή), οι οποίες φαντάζουν σαν μηχανές διακτινισμού μπροστά στο ασθμαίνον Α5 το οποίο (προσπαθούσε) να κατέβει τη Μεσογείων. Με μεγάλη συγκίνηση θυμάμαι τον πρωτοετή, δευτεροετή και επί πτυχίω εαυτό μου να περιμένει στη στάση, τις ώρες και τις εποχές να περνούν τόσο γρήγορα μπροστά από τα μάτια μου όσο και οι πραγματικά ποιοτικές ιδέες από το μυαλό του Γρηγόρη Αρναούτογλου, και το λεωφορείο να μην έρχεται ποτέ. Έχω αργήσει σε μυριάδες ραντεβού, έχω χάσει άπειρες αρχές ταινιών και μία εξέταση Συνταγματικού Δικαίου και έχω διαβάσει μισή πτέρυγα δημοτικής βιβλιοθήκης περιμένοντας το βρωμο-τριακόσια τέσσερα να σκάσει μύτη από τη στροφή. Ας μην μιλήσουμε για το πώς περνούσε ο χρόνος μέσα στο λεωφορείο, άπαξ και αυτό αξιωνόταν να έρθει. Κολλημένη στη Βασιλίσσης Σοφίας και τη Μιχαλακοπούλου, έχω διαβάσει την άλλη μισή πτέρυγα της ανωτέρω βιβλιοθήκης, έχω κάνει καινούριους φίλους, έχω βριστεί με παππούδες οι οποίοι βρήκαν τη στιγμή και το χώρο ιδανικό για να μου πιάσουν το μπούτι (όχι ότι υπάρχει πραγματικά στιγμή και χώρος ιδανικός για να σου πιάσει ένας γεροξούρας το μπούτι), έχω φλερτάρει ξεδιάντροπα με εμφανίσιμους νεαρούληδες και έχω εμπλουτίσει τις γνώσεις μου σε πολλούς τομείς του δικαιϊκού μας συστήματος, για να τις αφήσω να πετάξουν μακριά από το μυαλό μου, ελεύθερες σαν τρελά πουλιά πέντε λεπτά μετά την αποβίβαση από το ταλαίπωρο όχημα.
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Όχι μόνο υπάρχει το μετρό που είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση σε αυτή τη μάταιη ζωή μετά τα φιλιά στο λαιμό, αλλά και οι φανταστικές λεωφορειολωρίδες οι οποίες καθιστούν το Α5 και τους φίλους του πιο γρήγορα και από τον Αίολο Κεντέρη. Σε μία τέτοια, ιδανική για κάθε Μαζικώς Μεταφερόμενο Αθηναίο, εποχή, εγώ, με μία στρατηγική κίνηση αποπροσανατολισμού, πήγα και αγόρασα αυτοκίνητο. Δεν είμαι και πολύ έξυπνη, το ξέρω, αλλά, όπως λέει και ο αγαπημένος μου, αυτό είναι κάτι που ανάβει τους άνδρες.

Ήμουν καθισμένη στο απαίσιο τριακόσια τέσσερα, ένα ψυχρό σούρουπο του περσινού Μαρτίου, και επέστρεφα στο χωριό μου, κουρασμένη από τη δουλειά, νυσταγμένη και εκνευρισμένη με την κίνηση (είπαμε, τα πράγματα βελτιώθηκαν με το μετρό αλλά δε γίναμε και Ζυρίχη). Προσπαθούσα να διαβάσω το βιβλίο μου, αλλά οι λακκούβες στο δρόμο προκαλούσαν τέτοιες αναταράξεις στο αμάξωμα του λεωφορείου που είχα ήδη ζαλιστεί υπέρμετρα. Στο διπλανό μου κάθισμα καθόταν μία γιαγιά η οποία έμοιαζε υπερβολικά με τον Ντάστιν Χόφμαν και μύριζε σαν τρία κοτέτσια ενωμένα (άρα ποτέ νικημένα). Ο σπυριάρης έφηβος στο μπροστινό κάθισμα πιπιλούσε ηχηρά το λοβό της σπυριάρας αγαπημένης του ενώ το Mp3 που ένωνε τα αυτιά τους παιάνιζε αξέχαστες ραπ επιτυχίες, τόσο δυνατά, ώστε να τις ακούει και ο ίδιος ο οδηγός, δεκαπέντε μέτρα μπροστά, και να πατάει το φρενάκι στο ρυθμό. Ένα μωρό έκλαιγε. Μία γκομενίτσα με τρελό μίνι τζιν και νυχάκι βαμμένο κόκκινο του ΟΣΦΠ τσακωνόταν με τον Θοδωρή γιατί, όταν λέμε Θοδωρή ότι τα έχουμε, σημαίνει ότι απαγορεύεται να χουφτώνεις την αδερφή μου στο πάρτυ των γενεθλίων μου ή σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική εκδήλωση και τέλος πάντων, τι θα πει η φούστα της ήταν τόσο κοντή όταν και εγώ κοντή φούστα φόραγα Ντόντο, και γιατί δεν χούφτωσες εμένα που είχα και γενέθλια;

Άφησα τη σκέψη μου να πετάξει. Δεν ήθελα άλλο να είμαι εκεί μέσα. Ένιωθα πολύ γριά για τέτοια ταλαιπωρία (ήμουν 26), πολύ καθαρή, πολύ ήσυχη. Έριξα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο. Η Μεσογείων ήταν φωτισμένη, μυριάδες λαμπάκια φρένων και αλάρμ μου χαμογελούσαν ειρωνικά. Μπορείς κι εσύ. Γίνε ένας από εμάς. Κατέβα από το λεωφορείο, ανέβα στο ΙΧ. Κάνε κι εσύ κάτι κακό για το περιβάλλον, μπορείς. «Μπορώ;» αναρωτήθηκα σιωπηρά. «Μπορείς, αρκεί να το θέλεις» απάντησε η φωνή της συνείδησής μου, βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Το έκανα, λοιπόν.

Μετά από επισταμένο ψάξιμο σε αμέτρητες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και συγχρωτισμό με αυτό το φριχτό είδος ανθρώπου που ακούει στο όνομα «πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων» (ακολούθησα τη συμβουλή του πατέρα μου: «Είναι το πρώτο σου αυτοκίνητο, που σημαίνει ότι θα του πηδήξεις τη μαμά. Καλύτερα να είναι ένα μεταχειρισμένο») έλαβα ένα ανησυχητικά ενδιαφέρον τηλεφώνημα, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Ιούνη:
- « Κυρία Τ.; », με ρώτησε η βραχνή φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.
- «Μάλιστα», απάντησα δειλά, χωρίς να είμαι τελείως σίγουρη πού είχα μπλέξει και με ποιόν μιλούσα.
- « Εδώ Λέρας Ανδρόνικος, ιδιοκτήτης της μάντρας ΝΤΕΝΕΚΕΣ ΚΑΡΖ Α.Ε. Νομίζω ότι έχω κάτι που μπορεί να σας ενδιαφέρει. Θα περάσετε μία βολτούλα από το χώρο μας;;»

(συνεχίζεται)


Tuesday, January 02, 2007

Μισός στρατός του Λεωνίδα σε συναυλία reggae

Ο μικρός μου μετρητής μου λέει ότι από τον Αύγουστο του 2006 που άνοιξα αυτό το μπλογκ, το έχουν επισκεφτεί γύρω στα 150 άτομα. Αυτός ο αριθμός με κάνει πολύ ευτυχισμένη. Με κάνει να νιώθω περήφανη για την επιτυχία της επιλογής μου να το κρύψω τεχνιέντως σε αυτή την απόμερη και ανήλιαγη γωνιά του διαδικτύου, όπου μόνο περαστικοί που έχουν χάσει το δρόμο τους σκοντάφτουν επάνω του και πότε - πότε καμμία κεραμιδόγατα (curiosity-killed.blogspot.com), ενώ τα μεγάλα πλήθη συνεχίζουν τις βόλτες σε άλλες διαδικτυακές λεωφόρους. Πιστέψτε με, δεν μετανιώνω καθόλου για το γεγονός ότι μόνο λίγοι έχουν διαβάσει τις περιπέτειές μου στο γυμναστήριο και στα μαθήματα μπάσου, έχει δει τις φωτογραφίες μου από τις τελευταίες μου εκδρομές και έχει πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους μια μέρα θα εξαφανίσω τα κινητά από προσώπου γης (και τα ρολόγια, και τα ρολόγια!). Σε μία εποχή όπου όλοι μιλάνε με όλους για τα πάντα και ανοιχτά, λες και ο καθένας είναι κολλητός από το γυμνάσιο και φιλαράκι από το στρατό εγώ γιορτάζω το γεγονός ότι δεν με διαβάζει κανένας και αυτά που γράφω δεν έχουν επηρεάσει καθόλου τη λογοτεχνική σκηνή της χώρας.

[Φυσικά, η μόνη δικαιολογία για το περιεχόμενο της παραπάνω παραγράφου είναι ότι ποτέ δεν υποσχέθηκα να σταματήσω να λέω ψέματα μέσα στον 2007. (διαβάστε το γράμμα μου στον Άη Βασίλη: μιλάει για αγάπες του δημοτικού σχολείου και για απεξάρτηση από τα υλικά αγαθά. Δεν λέει τ ι π ο τ α για ειλικρίνεια στις ανθρώπινες σχέσεις κατά το νέο έτος). Στην πραγματικότητα τίποτα δεν θα με έκανε πιο χαρούμενη από δύο μικρά μηδενικούλια πίσω από αυτό το 150: «Καλημέρα σας και καλωσορίσατε στο μπλογκ σας. Σήμερα μονάχα σας διάβασαν 1500 άτομα, 1498 εκ των οποίων ακόμα κρατάνε την κοιλιά τους από τα γέλια. Ο pitsirikos δήλωσε επίσημα ότι είστε η θεά του». Ωστόσο, παρά το μικρό αριθμό αναγνωστών, εξακολουθώ να νιώθω μεγάλη τρυφερότητα για αυτό εδώ το διαδικτυακό ημερολόγιο. Με έκανε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια καταγραφής σκέψεων και περιστατικών σε σκόρπια Α4 και τετραδιάκια, να προσπαθώ να επιβάλω κάποιου είδους πειθαρχία στον εαυτό μου και να γράφω συγκροτημένα και, όσο είναι δυνατόν, συχνότερα. Να κάτι το οποίο με κάνει να κοιτώ με υπερηφάνεια πίσω στον χρόνο που έφυγε.]

Και τώρα προχωρώ στον πραγματικό λόγο συγγραφής αυτού του κομματιού. Την Παρασκευή που μας έρχεται, δηλαδή την 5η Ιανουαρίου 2007 στις 20:00, το reggae συγκρότημα «Uprising», το οποίο μου είναι εξαιρετικά συμπαθές για πολλούς και διάφορους λόγους, θα παίξει μουσική του Bob Marley στο καφέ του βιβλιοπωλείου Ιανός. Πριν από τη συναυλία θα προηγηθεί παρουσίαση και – ενδεχομένως, αν μαζευτούν πολλές απορίες και αντιρρήσεις - συζήτηση για το βιβλίο της κας. Marley, η οποία περίμενε να περάσουν κάποια χρονάκια από το θάνατο του συζύγου, μέχρι να βγάλει τα άπλυτά του στη φόρα. Το συγκρότημα αποτελείται από 8 άτομα και όλοι είναι εξαιρετικά κεφάτοι, εξαιρετικά ταλαντούχοι και απόλυτα reggae. Αν σας αρέσει η μουσική αυτή (εμένα προσωπικά με άφηνε παγερά αδιάφορη, μέχρι που παρακολούθησα συναυλία της εν λόγω μπάντας) ή αν είσαστε ανοιχτοί σε νέες προτάσεις ελάτε, η είσοδος είναι ελεύθερη και τα σκυλιά δεμένα.

Θα είμαι και εγώ εκεί. Θα με αναγνωρίσετε γιατί θα κάθομαι στο πιο απόμακρο τραπεζάκι κρατώντας μία «Αθλητική Ηχώ» με δύο τρύπες στο ύψος των ματιών, παρακολουθώντας το πλήθος, απολαμβάνοντας τη μουσική και – πιστή στο πνεύμα αυτού του καλά κρυμμένου μπλογκ – διακηρύσσοντας με αυτό τον τρόπο τη σημασία του να είναι κανείς μυστικός.

Ανυπομονώ να σας γνωρίσω και τους εκατόν πενήντα!