Tuesday, December 12, 2006

Santa Baby, I want a yacht and really, that's not a lot...

Αυτό είναι το επίσημο γράμμα μου στον Άη Βασίλη. Άη Βασίλης δεν υπάρχει, γι’ αυτό και δεν θα μπω καν στον κόπο να αγοράσω γραμματόσημα και να το ρίξω σε ένα από αυτά τα χαρτόκουτα που εμφανίστηκαν στα ΕΛΤΑ εδώ και δύο - τρεις εβδομάδες (Χα! Ποιόν πάτε να γελάσετε με αυτές τις ανοησίες, ιθύνοντες των ΕΛΤΑ; Έχετε υπόψιν σας πόσο ψιλιασμένα είναι τα εξάχρονα σήμερα;) αλλά θα το δημοσιεύσω σε αυτό εδώ το μπλογκ και θα περιμένω υπομονετικά να δω τι θα γίνει. Επιπλέον, επειδή πέρυσι ζήτησα πολλά, σοβαρά και σημαντικά πράγματα από τον Άη Βασίλη και δεν πραγματοποιήθηκαν και πολλά από αυτά, φέτος τα διαδυκτιακά μου αιτήματα θα είναι μόνο δύο και τα δύο βλακώδη, προκειμένου, όταν δεν πραγματοποιηθούν (όπως και θα γίνει) να μην μου καεί καρφί. Έχουμε, λοιπόν και λέμε:

Όταν πήγαινα στην πρώτη δημοτικού ερωτεύτηκα παράφορα το Νικήτα. Ο Νικήτας ήταν πραγματικά, πραγματικά, υπέροχος. Ήταν γεννηθείς στη νότιο Αφρική, από γονείς Έλληνες μετανάστες, οι οποίοι αποφάσισαν για λόγους άγνωστους σε εμένα να επιστρέψουν στην πατρίδα όταν ο γιος τους έφτασε σε ηλικία να πάει σχολείο, γεγονός που σήμαινε ότι από εκεί που δεν είχαμε ιδέα ο ένας για την ύπαρξη του άλλου και ανάμεσά μας απλώνονταν χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων θάλασσας, ωκεανών, ερήμων και άγριας στέπας, καταλήξαμε να μας χωρίζει μόνο ο Γρηγοράκης και αυτό γιατί καθόταν στο ενδιάμεσο θρανίο και ήταν λιγάκι παχουλός. Η διαπίστωση ότι η μοίρα καμιά φορά δουλεύει για εσένα την ώρα που εσύ ασχολείσαι με ανύποπτα θέματα (την ώρα φερειπείν που οι γονείς του Νικήτα κάθονταν στο σαλόνι τους στη Νότια Αφρική και έπαιρναν τη σημαντική απόφαση να επιστρέψουν στην Ελλάδα, εγώ ασχολούμουν αποκλειστικά με το να πείσω τη μαμά μου να αγοράσει στη Μπάρμπι μου μία ροζ βάρκα) με συγκλόνισε και με έκανε να πιστέψω αυτοστιγμεί ότι ο Νικήτας και εγώ ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, γιατί μία ανώτερη δύναμη θέλησε να είμαστε εγώ και αυτός μαζί (εννοώ «μαζί»σε μία σχολική τάξη ενός δημοτικού σχολείο, όχι «μαζί μαζί», όπως λέμε τώρα όταν μιλάμε για το αγόρι με τα καστανά μάτια που μας έχει κλέψει την καρδιά). Πόσο άδικο είχα. Εγώ και ο Νικήτας δεν ανταλλάξαμε ποτέ ούτε μία λέξη κατά τη διάρκεια των τεσσάρων κοινών μας σχολικών χρόνων. Τα Χριστούγεννα της τετάρτης δημοτικού, οι δικοί μου γονείς πήραν με τη σειρά τους τη δύσκολη απόφαση να μετακομίσουμε από τον εξωτικό Χολαργό στην πλανεύτρα Αγία Παρασκευή, εγώ δεν ξαναείδα ποτέ τον πρώτο μου αγαπημένο και ο Γρηγοράκης απέμεινε να κάθεται ανάμεσα στο Νικήτα και το χάος (πράγμα που φυσικά δεν ισχύει. Είμαι σίγουρη ότι αυτή η κατσίκα η Σοφούλα με τις κόκκινες μπούκλιτσες θα έπιασε τη θέση μου πριν καν η δασκάλα προλάβει να ευχηθεί στην τάξη «ευτυχισμένο το 1988»). Ευχή νούμερο ένα, λοιπόν: Αγαπητέ μου Άη Βασίλη, θα ήθελα το νέο έτος να μου φέρει ένα σημάδι ζωής από το Νικήτα. Θέλω να μάθω αν με αγάπησε και αυτός ποτέ όπως εγώ εκείνον, αν μου έριχνε και εκείνος βλέμματα όλο θαυμασμό και αγνή αγάπη πάνω από τους σκυφτούς ώμους του Γρηγοράκη την ώρα που δεν κοίταγα και αν η ιστορία της γνωριμίας μας τον έκανε και εκείνον να πιστεύει ακράδαντα ότι κάποια πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι γραμμένο να συμβούν. Θα ήθελα επίσης να μάθω τι δουλειά κάνει και πού μένει. Αν πληροφορηθώ δε ότι τα έφτιαξε με τη Σοφούλα μετά την αποχώρησή μου, είμαι σίγουρη ότι το 2007 θα πάει κατά διαόλου. Αν δεν λάβω καμμία πληροφόρηση για το Νικήτα όσον αφορά τα παραπάνω, αντιθέτως, δεν πρόκειται να επέλθει απολύτως καμμία αλλαγή στην καθημερινότητά μου, γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα ότι το φετινό μου σχέδιο με τις ευχές προς τον Άη Βασίλη είναι ευφυές και αυτό που οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι αποκαλούν «α γουίν γουίν σιτσουέσιον».

Η ευχή νούμερο δύο έχει πολλά σκέλη είναι απόλυτα εγωκεντρική και υλιστική και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ευχή που έκανα όταν έμπαινε το 2006. Τότε, ενώπιον αγαπημένων προσώπων, αγανακτισμένη από το υπερκαταναλωτικό (ζώ)ων που είχα γίνει, ορκίστηκα να αφιερώσω τη νέα χρονιά στο να απεξαρτητοποιηθώ από τα υλικά αγαθά. Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, μου ευχήθηκαν ευτυχισμένο το νέο έτος και προσπάθησαν να κρύψουν τα ειρωνικά τους χαμόγελα ρουφώντας με θόρυβο το εορταστικό ουϊσκάκι τους. Εγώ, πάλι, έκανα δύο βασικές κινήσεις προκειμένου να πραγματοποιήσω την απόφαση – ευχή μου και να αποξενωθώ ουσιαστικά από τα υλικά αγαθά που σκλάβωναν την καθημερινότητά μου. Άλλαξα χώρα διαμονής και, κατά συνέπεια δουλειά, και από εκεί που έβγαζα δύο χιλιάρικα το μήνα σε μία χώρα με θέα τις όμορφες Άλπεις, βρέθηκα να πληρώνομαι το εν τέταρτο αυτών πίσω στην πατρίδα – και χωρίς Άλπεις. Η δυνατότητα του να αποκτήσω νέα υλικά αγαθά για να με σκλαβώσουν και να με υποτάξουν μειώθηκε, όπως καταλαβαίνει κανείς, δραματικά. Ήμουν πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό μου. Στη συνέχεια, έκανα τη φοβερή στρατηγική κίνηση και αγόρασα ένα αυτοκίνητο, προκειμένου να πηγαίνω πιο γρήγορα και πιο άνετα στην κακοπληρωμένη δουλειά μου και να είμαι η πρώτη εκεί από όλους τους κακοπληρωμένους συναδέλφους μου. Το αυτοκίνητο που αγόρασα ήταν μεταχειρισμένο. Όπως όλοι γνωρίζουμε, τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα είναι πιο απαιτητικά και από ένα κακομαθημένο οχτάχρονο που μόλις άκουσε τη διαφήμιση του Jumbo στο ραδιόφωνο και θέλει όλο το στοκ δώρο για τα γενέθλιά του. Η ευτυχία μου εντεινόταν καθώς το μικρό μου Clio χρειαζόταν ξανά και ξανά σέρβις, νέα λάστιχα, καινούριο καθρέφτη και ρούφαγε τη βενζίνη πιο γρήγορα και από ό,τι η θεία μου η Αρετή τα λικεράκια στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, και εγώ, με κάθε πενηντάευρω που έβγαινε από το πορτοφόλι μου αποξαρτητοποιούμουν όόόόόλο και πιο πολύ τα υλικά αγαθά. Άρχισα να απεξαρτητοποιούμαι από το καθιερωμένο σινεμαδάκι μία φορά την εβδομάδα, από τη συνδρομή του Marie Claire και από τις αυθόρμητες επισκέψεις στη Ζαρα. Ένιωθα άλλος άνθρωπος, το ορκίζομαι. Ποτέ δεν ένιωθα τόσο ελεύθερη και απεξαρτητοποιημένη, τόσο ικανοποιημένη που ήμουν εγώ η πραγματική κυρία του εαυτού μου και όχι τα χαρτονομίσματα που (δεν) είχα στην τσέπη ή η σωρεία υλικών αγαθών στο σπίτι. Δεν υπερβάλλω όταν σας λέω ότι το 2006 ήταν η πιο απεξαρτητοποιημένη, απελευθερωτική χρονιά που έζησα ποτέ.

Αλλά φέτος φτάνει. Επιθυμώ να ξαναγίνω σκλάβα της ύλης. Θέλω αύξηση, θέλω να ξαναϋποταχθώ στο δυνάστη που ονομάζεται αποταμιευτικός λογαριασμός με υπόλοιπο άνω των 15 ευρώ, θέλω να με τυραννούν τα υλικά αγαθά που πέρυσι αποποιήθηκα, με τη μορφή μίας καινούριας δερμάτινης τσάντας, ενός υπέροχου φορέματος για τις γιορτές και ασορτί τακουνιών, θέλω να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να υπομείνω τη σκλαβιά των απερίσκεπτων αγορών μία φορά το μήνα και –ντρέπομαι που το λέω – να είμαι στη δύσκολη θέση να μπορώ να κάνω και ένα δώρο της προκοπής όταν ένας φίλος γιορτάζει. Ξέρω ότι η ευχή μου αυτή, εάν πραγματοποιηθεί θα μου φέρει δυστυχία και όνειδος, αλλά εδώ μπαίνει σε εφαρμογή ξανά το σατανικό μου σχέδιο: Επειδή ακριβώς δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί (κυρίως γιατί το αφεντικό μου δεν διαβάζει το μπλογκ μου), με περιμένει άλλη μία χρονιά απεξαρτητοποίησης, ακριβώς όπως η περσινή!

Αυτά είχα να ευχηθώ. Υποσχέθηκα στον Νικολάκη (
www.nichthecynic.blogspot.com) να τον συμπεριλάβω στο παρόν γράμμα, πράγμα που θα κάνω αμέσως, και μια και οι ευχές/παρακλήσεις προς τον Άη Βασίλη είναι τσάμπα θα ευχηθώ να του πάνε όόόλα δεξιά και – γιατί όχι – να ζήσει και αυτός σπάνιες στιγμές απεξαρτητοποίησης, όπως και εγώ.

Καλά Χριστούγεννα!

Monday, December 04, 2006

Το παλιό ρολόι

Έβαλα ένα ρολόι πάνω πάνω δεξιά στη σελίδα. Ένα πράσινο ρολόι γιατί το πράσινο χρώμα ηρεμεί το μάτι και το νου και ενδεχομένως να μας κάνει να ξεχνάμε τις βρωμοδουλειές που μας στήνει ο χρόνος. Θα μου πείτε, αν η ιδέα του χρόνου που κυλάει σε αναστατώνει, τι το έβαλες το παλιορολόι φάτσα φόρα;

Πολύ καλή ερώτηση. Απάντηση δεν έχω.

Τα ρολόγια είναι νοήμονα όντα από έναν άλλο πλανήτη, διασκορπισμένα στη γη με αποστολή να αφαιρέσουν οποιαδήποτε έννοια λογικής και συνέπειας από τις διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι δείκτες τους τρέχουν πολύ γρήγορα όταν είμαστε ξαπλωμένοι στην απομονωμένη παραλία των διακοπών ή έχουμε τη μύτη μας κρυμμένη ανάμεσα στο γιακά του πουκαμίσου και το λαιμό εκείνου που μας αγαπά, αλλά δαιμονισμένα αργά όταν είναι Δευτέρα πρωί στη δουλειά ή Κυριακή μεσημέρι στο σπίτι της θείας Καίτης παρέα με όλο το σόι.

Η πρώτη φορά που αντιλήφθηκα τη μυστική συνωμοσία των ρολογιών έναντι των ανθρώπων ήταν όταν ο πατέρας μου, στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων χρόνων (μου), σκέφτηκε πως θα ήταν μια καλή ιδέα να μου μάθει σκάκι. Αν έπιανα το πιόνι να το κουνήσω χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη τουλάχιστον πέντε ολόκληρων λεπτών, η κίνησή μου θεωρείτο επιπόλαια και κατά συνέπεια απαράδεκτη. Δείκτες κινητοποιημένοι πάνω στο καντράν του παιδικού μου ρολογιού, η χαζόφατσα του Γκούφι να με κοροιδεύει, ορδές ολόκληρες από εφιαλτικά πεντάλεπτα που διαστέλονταν στο χωροχρόνο μέχρι που έμοιαζαν με εβδομάδες ολόκληρες συμπιεσμένες τυρρανούσαν την παιδική μου ψυχή η οποία ήθελε μόνο να φάει τον βρωμοαξιωματικό του αντιπάλου και να βγει επιτέλους έξω να κάνει ποδήλατο.

Η δεύτερη φορά που μίσησα το ρολόι μου ήταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα, μία Παρασκευή ενός Αυγούστου, την ημέρα του πιο σημαντικού ραντεβού ( επανασύνδεσης; Οριστικού χωρισμού; Ούτε εγώ η ίδια δεν ήξερα και δεν υπήρχε περίπτωση να μάθω αν η ώρα δεν περνούσε για να τον συναντήσω) της εικοσάχρονης ζωής μου. Στεκόμουν χτενισμένη, στολισμένη και αρωματισμένη μέσα στο καινούριο μου κόκκινο φόρεμα μπροστά στο ρολόι που λούφαζε πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης μου, πέντε ολόκληρες ώρες πριν από την προκαθορισμένη συνάντηση και κοιτούσα τους δείκτες οι οποίοι έμοιαζαν να έχουν χαζέψει από την καλοκαιρινή ζέστη και κυλούσαν ραχάτικα, με το πάσο τους, αργαααααααά, αργάαααααααά, όλο και πιο αργαααααά, ενώ η ερωτευμένη μου καρδιά έλιωνε βασανιστικά με κάθε τους αργόσυρτο χτύπο. Δεν θυμάμαι πια πώς κατάφερα να απασχοληθώ και να μην χάσω τα λογικά μου περιμένοντας εκείνες τις πέντε ώρες να αξιωθούν να κυλήσουν, θυμάμαι μόνο ότι το ραντεβού εκείνη τη βραδιά σήμανε τελικά τον οριστικό χωρισμό και εγώ βρέθηκα το επόμενο ξημέρωμα να καταριέμαι το γεγονός ότι σπατάλησα έτσι απερίσκεπτα τις τελευταίες πέντε ώρες κατά τις οποίες η ελπίδα ήταν ακόμα ζωντανή.

Σήμερα, όλο σοφία και στωικότητα, έμαθα να μην μισώ τα εξωγήινα ρολόγια και την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά τους. Έχω αποδεχτεί πως κάθε χτύπος τους με κάνει λίγο πιο μεγάλη, λίγο λιγότερο νέα, κάνει τον φίλο που μέχρι χθες ήταν αναντικατάστατος και πολύτιμος να γίνεται ένας ξένος γύρω από τον οποίο τυχαίνει να γνωρίζω ένα σωρό λεπτομέρειες, κάνει μελωδίες που άκουγα χθες όλο λαχτάρα ξανά και ξανά να ακούγονται αδιάφορες σήμερα στα αυτιά μου. Κάνει τη φουρτούνα που ξεσήκωναν οι μορφές των παλιών αγαπημένων στο σώμα μου να μοιάζει με ιδανική μέρα για βαρκάδα. Τίποτα δεν σου διδάσκει το αντίο πιο εύκολα από ό,τι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι.

Ο χρόνος και οι μυστικοί του υπηρέτες, τα ρολόγια, αλλοιώνουν πολλά πράγματα, αλλά ευτυχώς όχι τα πάντα. Έχω απτές αποδείξεις ότι κάποια πράματα μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Οι αναμνήσεις αλλοιώνονται με το γύρισμα των δεικτών του ρολογιού, εξιδανικεύονται όσο περνά ο χρόνος και χάνουν το ρεαλισμό τους. Οι φωτογραφίες, όμως, εκείνου του καλοκαιριού στην Ίο και εκείνου του Φλεβάρη στη Μονεμβασιά δεν μπορεί να αλλάξουν και να πουν ψέματα ξαφνικά, όπως και δεν γίνεται να αλλάξουν οι στίχοι του “ Like a Friend” και να σταματήσουν να μου θυμίζουν το παράπονο που μου ξεσήκωσαν την πρώτη φορά που τους άκουσα, όπως δεν γίνεται να αλλάξει και η χροιά της φωνής του, η προφορά του κάθε φορά που λέει το όνομά μου, κι ας έχουν περάσει χρόνια από τη μέρα που του είπα πώς με λένε.

Τελικά, το μόνο που μένει είναι η αγάπη.

Έχοντας συνείδηση της ώρας που περνά πότε αργά και πότε γρήγορα καθώς το ρολόι μου σημαίνει βράδυ Δευτέρας από εκεί που ήταν Κυριακή ξημέρωμα όταν ξεκίνησα να γράφω, λέω οριστικά αντίο σε αυτούς που χάνονται γιατί ήταν η μοίρα τους να χαθούν και απλώνω το χέρι σε εκείνους τους διαλεχτούς που απομένουν στο πλάι μου να κοροϊδεύουμε το χρόνο παρέα.

Like a friend - Pulp

Dont bother saying you’re sorry
why don’t you come in?
Smoke all my cigarettes again
every time I get no further
how long has it been?
come on in now, wipe your feet on my dreams
you take up my time
like some cheap magazine
when I could have been learning something
oh well, you know what I mean,
I’ve done this before
and I will do it again
come on and kill me baby
while you smile like a friend
oh and Ill come running
just to do it again …

you are the last drink I never should have drunk
you are the body hidden in the trunk
you are the habit I can’t seem to kick
you are my secrets on the front page every week
you are the car I never should have bought
you are the dream I never should have caught
you are the cut that makes me hide my face
you are the party that makes me feel my age

like a car crash I can see but I just can’t avoid
like a plane I’ve been told I never should board
like a film that’s so bad but I’ve got to stay till the end
let me tell you now: its lucky for you that were friends.