Περνάω πάρα πολλές ώρες της μικρής, θνητής μου ζωής μέσα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, γεγονός το οποίο με κάνει να πιστεύω ότι είμαι μεγάλη ειδήμων και ικανή να εκφράσω άποψη για κάθε ζήτημα το οποίο ανακύπτει και αφορά σε αυτά. Διευκρινιστικά, να πω ότι όταν λέω «πάρα πολλές ώρες» εννοώ στην πραγματικότητα πολύ λιγότερες από αυτές τις οποίες περνάω καθημερινά ακούγοντας τη γκρίνια του αφεντικού μου, αλλά συγχρόνως πολύ περισσότερες από αυτές που περνάω στην αγκαλιά του Ρέιφ Φάινς ακούγοντας όρκους αγάπης και αφοσίωσης από το στόμα του (αυτές ανέρχονται, δυστυχώς, σε ένα ολοστρόγγυλο μηδέν).
Επειδή ζω σε ένα χωριό μακριάάά, μακριάάάά, πολύ μακριά από την όμορφη Αθήνα, άρχισα από την τρυφερή ηλικία των 18, όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, να μπαινοβγαίνω σε τραμ, τρένα και λεωφορεία προκειμένου να αριβάρω στην κεντρικότατη Σόλωνος ορμώμενη από την ειδυλλιακή παραλία της Ανατολικής Αττικής (την οποία βλέπετε και σε μεγάλα κέφια στη φωτογραφία από κάτω). Εμείς τότε θυμάμαι (και συγχωρήστε με αν ακούγομαι σαν κατοχική γιαγιά αυτή τη στιγμή, αλλά, πραγματικά κάπως έτσι νιώθω), δεν είχαμε τις πολυτέλειες που έχει σήμερα η Μαζικώς Μεταφερόμενη νεολαία (μετρό, προαστιακούς και τα συναφή), οι οποίες φαντάζουν σαν μηχανές διακτινισμού μπροστά στο ασθμαίνον Α5 το οποίο (προσπαθούσε) να κατέβει τη Μεσογείων. Με μεγάλη συγκίνηση θυμάμαι τον πρωτοετή, δευτεροετή και επί πτυχίω εαυτό μου να περιμένει στη στάση, τις ώρες και τις εποχές να περνούν τόσο γρήγορα μπροστά από τα μάτια μου όσο και οι πραγματικά ποιοτικές ιδέες από το μυαλό του Γρηγόρη Αρναούτογλου, και το λεωφορείο να μην έρχεται ποτέ. Έχω αργήσει σε μυριάδες ραντεβού, έχω χάσει άπειρες αρχές ταινιών και μία εξέταση Συνταγματικού Δικαίου και έχω διαβάσει μισή πτέρυγα δημοτικής βιβλιοθήκης περιμένοντας το βρωμο-τριακόσια τέσσερα να σκάσει μύτη από τη στροφή. Ας μην μιλήσουμε για το πώς περνούσε ο χρόνος μέσα στο λεωφορείο, άπαξ και αυτό αξιωνόταν να έρθει. Κολλημένη στη Βασιλίσσης Σοφίας και τη Μιχαλακοπούλου, έχω διαβάσει την άλλη μισή πτέρυγα της ανωτέρω βιβλιοθήκης, έχω κάνει καινούριους φίλους, έχω βριστεί με παππούδες οι οποίοι βρήκαν τη στιγμή και το χώρο ιδανικό για να μου πιάσουν το μπούτι (όχι ότι υπάρχει πραγματικά στιγμή και χώρος ιδανικός για να σου πιάσει ένας γεροξούρας το μπούτι), έχω φλερτάρει ξεδιάντροπα με εμφανίσιμους νεαρούληδες και έχω εμπλουτίσει τις γνώσεις μου σε πολλούς τομείς του δικαιϊκού μας συστήματος, για να τις αφήσω να πετάξουν μακριά από το μυαλό μου, ελεύθερες σαν τρελά πουλιά πέντε λεπτά μετά την αποβίβαση από το ταλαίπωρο όχημα.
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Όχι μόνο υπάρχει το μετρό που είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση σε αυτή τη μάταιη ζωή μετά τα φιλιά στο λαιμό, αλλά και οι φανταστικές λεωφορειολωρίδες οι οποίες καθιστούν το Α5 και τους φίλους του πιο γρήγορα και από τον Αίολο Κεντέρη. Σε μία τέτοια, ιδανική για κάθε Μαζικώς Μεταφερόμενο Αθηναίο, εποχή, εγώ, με μία στρατηγική κίνηση αποπροσανατολισμού, πήγα και αγόρασα αυτοκίνητο. Δεν είμαι και πολύ έξυπνη, το ξέρω, αλλά, όπως λέει και ο αγαπημένος μου, αυτό είναι κάτι που ανάβει τους άνδρες.
Ήμουν καθισμένη στο απαίσιο τριακόσια τέσσερα, ένα ψυχρό σούρουπο του περσινού Μαρτίου, και επέστρεφα στο χωριό μου, κουρασμένη από τη δουλειά, νυσταγμένη και εκνευρισμένη με την κίνηση (είπαμε, τα πράγματα βελτιώθηκαν με το μετρό αλλά δε γίναμε και Ζυρίχη). Προσπαθούσα να διαβάσω το βιβλίο μου, αλλά οι λακκούβες στο δρόμο προκαλούσαν τέτοιες αναταράξεις στο αμάξωμα του λεωφορείου που είχα ήδη ζαλιστεί υπέρμετρα. Στο διπλανό μου κάθισμα καθόταν μία γιαγιά η οποία έμοιαζε υπερβολικά με τον Ντάστιν Χόφμαν και μύριζε σαν τρία κοτέτσια ενωμένα (άρα ποτέ νικημένα). Ο σπυριάρης έφηβος στο μπροστινό κάθισμα πιπιλούσε ηχηρά το λοβό της σπυριάρας αγαπημένης του ενώ το Mp3 που ένωνε τα αυτιά τους παιάνιζε αξέχαστες ραπ επιτυχίες, τόσο δυνατά, ώστε να τις ακούει και ο ίδιος ο οδηγός, δεκαπέντε μέτρα μπροστά, και να πατάει το φρενάκι στο ρυθμό. Ένα μωρό έκλαιγε. Μία γκομενίτσα με τρελό μίνι τζιν και νυχάκι βαμμένο κόκκινο του ΟΣΦΠ τσακωνόταν με τον Θοδωρή γιατί, όταν λέμε Θοδωρή ότι τα έχουμε, σημαίνει ότι απαγορεύεται να χουφτώνεις την αδερφή μου στο πάρτυ των γενεθλίων μου ή σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική εκδήλωση και τέλος πάντων, τι θα πει η φούστα της ήταν τόσο κοντή όταν και εγώ κοντή φούστα φόραγα Ντόντο, και γιατί δεν χούφτωσες εμένα που είχα και γενέθλια;
Άφησα τη σκέψη μου να πετάξει. Δεν ήθελα άλλο να είμαι εκεί μέσα. Ένιωθα πολύ γριά για τέτοια ταλαιπωρία (ήμουν 26), πολύ καθαρή, πολύ ήσυχη. Έριξα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο. Η Μεσογείων ήταν φωτισμένη, μυριάδες λαμπάκια φρένων και αλάρμ μου χαμογελούσαν ειρωνικά. Μπορείς κι εσύ. Γίνε ένας από εμάς. Κατέβα από το λεωφορείο, ανέβα στο ΙΧ. Κάνε κι εσύ κάτι κακό για το περιβάλλον, μπορείς. «Μπορώ;» αναρωτήθηκα σιωπηρά. «Μπορείς, αρκεί να το θέλεις» απάντησε η φωνή της συνείδησής μου, βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Το έκανα, λοιπόν.
Μετά από επισταμένο ψάξιμο σε αμέτρητες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και συγχρωτισμό με αυτό το φριχτό είδος ανθρώπου που ακούει στο όνομα «πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων» (ακολούθησα τη συμβουλή του πατέρα μου: «Είναι το πρώτο σου αυτοκίνητο, που σημαίνει ότι θα του πηδήξεις τη μαμά. Καλύτερα να είναι ένα μεταχειρισμένο») έλαβα ένα ανησυχητικά ενδιαφέρον τηλεφώνημα, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Ιούνη:
- « Κυρία Τ.; », με ρώτησε η βραχνή φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.
- «Μάλιστα», απάντησα δειλά, χωρίς να είμαι τελείως σίγουρη πού είχα μπλέξει και με ποιόν μιλούσα.
- « Εδώ Λέρας Ανδρόνικος, ιδιοκτήτης της μάντρας ΝΤΕΝΕΚΕΣ ΚΑΡΖ Α.Ε. Νομίζω ότι έχω κάτι που μπορεί να σας ενδιαφέρει. Θα περάσετε μία βολτούλα από το χώρο μας;;»
(συνεχίζεται)
Επειδή ζω σε ένα χωριό μακριάάά, μακριάάάά, πολύ μακριά από την όμορφη Αθήνα, άρχισα από την τρυφερή ηλικία των 18, όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο, να μπαινοβγαίνω σε τραμ, τρένα και λεωφορεία προκειμένου να αριβάρω στην κεντρικότατη Σόλωνος ορμώμενη από την ειδυλλιακή παραλία της Ανατολικής Αττικής (την οποία βλέπετε και σε μεγάλα κέφια στη φωτογραφία από κάτω). Εμείς τότε θυμάμαι (και συγχωρήστε με αν ακούγομαι σαν κατοχική γιαγιά αυτή τη στιγμή, αλλά, πραγματικά κάπως έτσι νιώθω), δεν είχαμε τις πολυτέλειες που έχει σήμερα η Μαζικώς Μεταφερόμενη νεολαία (μετρό, προαστιακούς και τα συναφή), οι οποίες φαντάζουν σαν μηχανές διακτινισμού μπροστά στο ασθμαίνον Α5 το οποίο (προσπαθούσε) να κατέβει τη Μεσογείων. Με μεγάλη συγκίνηση θυμάμαι τον πρωτοετή, δευτεροετή και επί πτυχίω εαυτό μου να περιμένει στη στάση, τις ώρες και τις εποχές να περνούν τόσο γρήγορα μπροστά από τα μάτια μου όσο και οι πραγματικά ποιοτικές ιδέες από το μυαλό του Γρηγόρη Αρναούτογλου, και το λεωφορείο να μην έρχεται ποτέ. Έχω αργήσει σε μυριάδες ραντεβού, έχω χάσει άπειρες αρχές ταινιών και μία εξέταση Συνταγματικού Δικαίου και έχω διαβάσει μισή πτέρυγα δημοτικής βιβλιοθήκης περιμένοντας το βρωμο-τριακόσια τέσσερα να σκάσει μύτη από τη στροφή. Ας μην μιλήσουμε για το πώς περνούσε ο χρόνος μέσα στο λεωφορείο, άπαξ και αυτό αξιωνόταν να έρθει. Κολλημένη στη Βασιλίσσης Σοφίας και τη Μιχαλακοπούλου, έχω διαβάσει την άλλη μισή πτέρυγα της ανωτέρω βιβλιοθήκης, έχω κάνει καινούριους φίλους, έχω βριστεί με παππούδες οι οποίοι βρήκαν τη στιγμή και το χώρο ιδανικό για να μου πιάσουν το μπούτι (όχι ότι υπάρχει πραγματικά στιγμή και χώρος ιδανικός για να σου πιάσει ένας γεροξούρας το μπούτι), έχω φλερτάρει ξεδιάντροπα με εμφανίσιμους νεαρούληδες και έχω εμπλουτίσει τις γνώσεις μου σε πολλούς τομείς του δικαιϊκού μας συστήματος, για να τις αφήσω να πετάξουν μακριά από το μυαλό μου, ελεύθερες σαν τρελά πουλιά πέντε λεπτά μετά την αποβίβαση από το ταλαίπωρο όχημα.
Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Όχι μόνο υπάρχει το μετρό που είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση σε αυτή τη μάταιη ζωή μετά τα φιλιά στο λαιμό, αλλά και οι φανταστικές λεωφορειολωρίδες οι οποίες καθιστούν το Α5 και τους φίλους του πιο γρήγορα και από τον Αίολο Κεντέρη. Σε μία τέτοια, ιδανική για κάθε Μαζικώς Μεταφερόμενο Αθηναίο, εποχή, εγώ, με μία στρατηγική κίνηση αποπροσανατολισμού, πήγα και αγόρασα αυτοκίνητο. Δεν είμαι και πολύ έξυπνη, το ξέρω, αλλά, όπως λέει και ο αγαπημένος μου, αυτό είναι κάτι που ανάβει τους άνδρες.
Ήμουν καθισμένη στο απαίσιο τριακόσια τέσσερα, ένα ψυχρό σούρουπο του περσινού Μαρτίου, και επέστρεφα στο χωριό μου, κουρασμένη από τη δουλειά, νυσταγμένη και εκνευρισμένη με την κίνηση (είπαμε, τα πράγματα βελτιώθηκαν με το μετρό αλλά δε γίναμε και Ζυρίχη). Προσπαθούσα να διαβάσω το βιβλίο μου, αλλά οι λακκούβες στο δρόμο προκαλούσαν τέτοιες αναταράξεις στο αμάξωμα του λεωφορείου που είχα ήδη ζαλιστεί υπέρμετρα. Στο διπλανό μου κάθισμα καθόταν μία γιαγιά η οποία έμοιαζε υπερβολικά με τον Ντάστιν Χόφμαν και μύριζε σαν τρία κοτέτσια ενωμένα (άρα ποτέ νικημένα). Ο σπυριάρης έφηβος στο μπροστινό κάθισμα πιπιλούσε ηχηρά το λοβό της σπυριάρας αγαπημένης του ενώ το Mp3 που ένωνε τα αυτιά τους παιάνιζε αξέχαστες ραπ επιτυχίες, τόσο δυνατά, ώστε να τις ακούει και ο ίδιος ο οδηγός, δεκαπέντε μέτρα μπροστά, και να πατάει το φρενάκι στο ρυθμό. Ένα μωρό έκλαιγε. Μία γκομενίτσα με τρελό μίνι τζιν και νυχάκι βαμμένο κόκκινο του ΟΣΦΠ τσακωνόταν με τον Θοδωρή γιατί, όταν λέμε Θοδωρή ότι τα έχουμε, σημαίνει ότι απαγορεύεται να χουφτώνεις την αδερφή μου στο πάρτυ των γενεθλίων μου ή σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική εκδήλωση και τέλος πάντων, τι θα πει η φούστα της ήταν τόσο κοντή όταν και εγώ κοντή φούστα φόραγα Ντόντο, και γιατί δεν χούφτωσες εμένα που είχα και γενέθλια;
Άφησα τη σκέψη μου να πετάξει. Δεν ήθελα άλλο να είμαι εκεί μέσα. Ένιωθα πολύ γριά για τέτοια ταλαιπωρία (ήμουν 26), πολύ καθαρή, πολύ ήσυχη. Έριξα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο. Η Μεσογείων ήταν φωτισμένη, μυριάδες λαμπάκια φρένων και αλάρμ μου χαμογελούσαν ειρωνικά. Μπορείς κι εσύ. Γίνε ένας από εμάς. Κατέβα από το λεωφορείο, ανέβα στο ΙΧ. Κάνε κι εσύ κάτι κακό για το περιβάλλον, μπορείς. «Μπορώ;» αναρωτήθηκα σιωπηρά. «Μπορείς, αρκεί να το θέλεις» απάντησε η φωνή της συνείδησής μου, βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Το έκανα, λοιπόν.
Μετά από επισταμένο ψάξιμο σε αμέτρητες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και συγχρωτισμό με αυτό το φριχτό είδος ανθρώπου που ακούει στο όνομα «πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων» (ακολούθησα τη συμβουλή του πατέρα μου: «Είναι το πρώτο σου αυτοκίνητο, που σημαίνει ότι θα του πηδήξεις τη μαμά. Καλύτερα να είναι ένα μεταχειρισμένο») έλαβα ένα ανησυχητικά ενδιαφέρον τηλεφώνημα, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Ιούνη:
- « Κυρία Τ.; », με ρώτησε η βραχνή φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.
- «Μάλιστα», απάντησα δειλά, χωρίς να είμαι τελείως σίγουρη πού είχα μπλέξει και με ποιόν μιλούσα.
- « Εδώ Λέρας Ανδρόνικος, ιδιοκτήτης της μάντρας ΝΤΕΝΕΚΕΣ ΚΑΡΖ Α.Ε. Νομίζω ότι έχω κάτι που μπορεί να σας ενδιαφέρει. Θα περάσετε μία βολτούλα από το χώρο μας;;»
(συνεχίζεται)
1 comment:
Ένα μικρό σχόλιο. Που είναι η συνέχεια? Δεν μπορείς να υπόσχεσαι έτσι και να αφήνεις τους αναγνώστες σου να ψάχνουν επί ματαίω. Ειδικά όταν πρόκειται και για μεγάλους ανθρώπους με ένα σωρό "σοβαρά" προβλήματα. Κάποιοι έχουν ζήσει σε εποχές που τα λεωφορεία είχαν ονόματα και όχι κωδικούς αριθμούς. Μην μας μπερδεύεις λοιπόν.
Τι θυμήθηκα τώρα... Που να είναι εκείνο το Αμαρουσίου που αγκομαχούσε στην ανηφόρα... Και το Κάτω Πεύκη μου έχει λείψει... Μπορεί να έκανε πιο μεγάλη βόλτα, αλλά με άφηνε πιο κοντά στο σπίτι μου... Ήταν τόσο καλό!!! Μετά ήρθαν οι τεντυμπόυδες και τα άλλαξαν όλα. Τα οχήματα, τους οδηγούς, τα ονόματα. Γίναμε ξένοι στον τόπο μας. Και το βασικότερο: δεν μπορούμε να παρκάρουμε πουθενά!
Και σου λέω, να το αφήσω το ΙΧ. Ποιο λεωφορείο να πάρω? Να πάρω ένα άγνωστο? Ένα Α-τάδε, ένα Β-δείνα?? Πως θα ξέρω που θα με πάει? Γιατί να το εμπιστευτώ, αφού δεν μου δηλώνει που έχει σκοπό να πάει?
Ενιγουεϊ, το σχόλιο έγινε μεγάλο, αλλά εσύ μην ξεχνιέσαι. Χρωστάς μια συνέχεια...
Post a Comment