Friday, November 03, 2006

ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ (PART II)


Και, φυσικά, όταν λέμε ότι ο Παντελής με περιμένει, μην φανταστείτε ότι έχει ανοίξει ένα καλό μπουκάλι κρασί και έχει ανάψει και τα κηροπήγια. Θα τον είχατε για τέτοιο τύπο; Όχι, βέβαια. Ο Παντελής έχει φροντίσει να μυρίζει η αίθουσα με τα μηχανήματα «μυϊκής ενδυνάμωσης» έξτρα βαρβατίλα ιδρώτα, έχει σηκώσει τα μανίκια της κόκκινης αντίντας ψηλά για να διακρίνονται αυτές οι φλεβίτσες που κάνουν τον άντρα να ξεχωρίζει από τους λιμοκοντόρους και με υποδέχεται με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος και ένα ζοφερό « Εσύ είσαι η καινούρια;;;;»

Ομολογουμένως, νιώθω ντροπή που είμαι η καινούρια. Όπως ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα σε αυτό το δάσος από τα μηχανήματα που κάνουν το χώρο να μοιάζει με το πιλοτήριο του Εντερπράιζ, θέλω τόσο να είμαι η παλιά, πιο παλιά και από το απολυτήριο γυμνασίου της Μιμής Ντενίση, πιο παλιά και από αυτή την πολεοδομική άδεια της Ακρόπολης. Θα ήθελα να ήξερα σε τι χρησιμεύει το κάθε μηχάνημα, πώς να τα χρησιμοποιήσω χωρίς να πληγωθώ η ίδια ή αθώοι που βρίσκονται κοντά μου εκείνη τη στιγμή, να είχα την εμπειρία που απαιτείται προκειμένου να κάνω αυτό το συνοφρυωμένο παλικάρι απέναντί μου, τον Ντόκτορ Σποκ του γυμναστηρίου να χαμογελάσει, να με πάρει στην αγκαλιά του, να μου κάνει πατ πατ στα μαλλιά, να μου πει πως όλα θα πάνε καλά και, αν είναι δυνατόν, να με στείλει κάτω να πιω μία κόκα κόλα και να φάω κάτι. Το βλέπω, ωστόσο, ότι και ο Παντελής είναι σαν το Γιάννη, τον εργοδότη του, άτεγκτος, ασυγκίνητος. (Όταν ήταν μικρούληδες, είχαν προφανώς πέσει παρέα στη μαρμίτα που λέγαμε. ) Επιπλέον, υποψιάζομαι πως ο Παντελής έχει δώσει και όρκο στο τάγμα της Παναγιάς της Σκουμπαντάιβερ να μην χαμογελάσει Π Ο Τ Ε.

Μέσα στα επόμενα λεπτά ο Παντελής έχει συστηθεί («Είμαι ο Παντελής») μου έχει εξηγήσει διεξοδικά το ρόλο του σε αυτό το χώρο και το πώς ακριβώς θα συνεργαστούμε εγώ κι αυτός («Είμαι ο γυμναστής. Ακολούθα με.»), με έχει κάνει να νιώσω καλοδεχούμενη («Ξάπλωσε εδώ»), μου έχει αναθέσει μία δημιουργική απασχόληση για να περάσω την ώρα μου («Πιάσε αυτούς τους μοχλούς και κούνα τους εξηνταεφτά φορές μπρος πίσω») και έχει επιπλέον δείξει ενδιαφέρον για την ευτυχία μου και την ψυχικοσωματική μου υγεία («Πονάς ή ακόμα;»). Στην επόμενη μισή ώρα εγώ και αυτός ζούμε σπάνιες στιγμές οικειότητας, διαπροσωπικής προσέγγισης και πόθου. Με ξαπλώνει μπρούμητα και μου ζητά να ανασηκώσω την πλάτη μου χρησιμοποιώντας μόνο τη μύτη μου, ενώ εκείνος πιέζει με όλη του τη μάζα τις γάμπες μου. Με ξαπλώνει τανάσκελα και με βάζει να κάνω εικοσιτέσσερα σετ των πεντακοσίων κοιλιακών ρωτώντας με ανά τρίλεπτο αν «πονάω ή ακόμα». Με βάζει να κάτσω σε κάτι που μοιάζει με κάθισμα του μετρό, αν τα καθίσματα του μετρό ήταν κρεμασμένα από το ταβάνι και είχαν ένα ειδικό μηχανισμό προσαρμοσμένο από κάτω τους έτσι ώστε οι επιβάτες να τα σκαμπανεβάζουν κάνοντας συγχρόνως κουπί για να προχωράει ο συρμός πιο γρήγορα πάνω στις ράγες και να κάνω «δεκατρισίμιση χιλιάδες σετ των οχτώ». Βάζει τα χέρια του στους γοφούς μου και μου ζητάει να «ανοίξω τα πόδια μου λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, «θα τα ανοίξεις σωστά τώρα ή θα παίζουμε για πολύ ώρα» και μετά, αφού μου κρεμάει βαράκια στους αστραγάλους (και ενώ είμαι σίγουρη ότι τώρα θα μου πει να πάω να πέσω στη λίμνη) με βάζει να κάνω, «για τελείωμα» τριανταεφτά ανυψώσεις «φροντίζοντας η κνήμη να σχηματίζει ορθή γωνία με το μπούτι, αλλά προς τα κάτω, κατεβάζοντας το πόδι.» Αναρωτιέμαι πόσες φορές πρέπει να έρθει κανείς σε αυτό το γυμναστήριο προκειμένου να καταφέρει την κνήμη του να σχηματίσει ορθή γωνία με το μπούτι προς τα πάνω, ανεβάζοντας το πόδι.

Με το κορμί, το μυαλό και το συναίσθημα πλήρως εξασκημένα, με βρίσκει το σούρουπο ξαπλωμένη πάνω σε αυτό το πράγμα που κάνει κανείς κοιλιακούς. Έξω από τα τζάμια του Εντερπράιζ το βραδάκι έχει πέσει και ο Γαλαξίας ηρεμεί. Ανασαίνω εξαντλημένη και κοιτώ το ταβάνι. Στρέφω το βλέμμα αριστερά και δεξιά αναζητώντας τον Παντελή. Σκέφτομαι αν, μετά από όλα αυτά που ζήσαμε μαζί απόψε, θα με πάρει τηλέφωνο σύντομα, αν θα με σέβεται αύριο το πρωί, αν θα μιλά στους φίλους του για εμάς ή αν είναι ένας από αυτούς τους μυστικοπαθείς τύπους. Αν και τα παιδιά μας θα βγούν έτσι μυώδη και μελαγχολικά.

Στο διπλανό ανάκλιντρο (πραγματικά, υπάρχει λέξη για αυτό το αντικείμενο πάνω στο οποίο ξαπλώνεις για να κάνεις κοιλιακούς;;) έρχεται και βολεύει τον μίνισκιουλ πισινούλη της η γκομενίτσα που έτρεχε από το προηγούμενο επεισόδιο πάνω στο διάδρομο. Σχεδόν δεν την αναγνωρίζω χωρίς το κυλιόμενο πλαστικό κάτω από τα πόδια της και τη γλώσσα της να κρέμεται έξω από το στόμα της. Ανεβάζει και τα καλίγραμμα πόδια της πάνω σε αυτό- το –πράγμα-για-τους-κοιλιακούς και νιαουρίζει με σθένος: «Παντελήήήήή, γιούχουουουου…» (αυτή προφανώς είναι παλιά. Δεν εξηγείται τέτοια ένδειξη οικειότητας απέναντι στον Καπετάνιο αυτού του σκάφους). Ο Παντελής εμφανίζεται απότομα κάτω από ένα μηχάνημα για τετρακέφαλους (πόσο άσχετη μπήκα εδώ μέσα, πόσο σοφή θα φύγω) όπου κατά πάσα πιθανότητα θα λάδωνε κάποιο μπουζί. Την πλησιάζει σουφρώνοντας τα χείλη του (έκφραση, υποθέτω, που πλησιάζει το χαμόγελο για τα δεδομένα του Καπετάνιου) και τη ρωτά τι τρέχει. Ο μικρός Σπίντι Γκονζάλες συννεφιάζει, βάζει το μικρό της δαχτυλάκι στο πηγούνι της και του λέει:
- Αχ ρε Παντελή μου, έκανα 1 ολόκληρη ώρα διάδρομο (μας δουλεύεις;;; Μία ώρα μόνο; Δεν το είδα εγώ το χρονόμετρο στο διάδρομό σου που έγραφε «μια αιωνιότητα και μία μέρα»;) και τώρα θα κάνω εφτακόσια τριαντα έξι σετ των δεκαεπτάμιση χιλιάδων κοιλιακών (είσαι και δυνατή στην αριθμητική)…
- Μπράβο, μπράβο, της λέει ο Κάπταιν, σουφρώνοντας τα χείλη του όλο ικανοποίηση.
- Πεζζζ μου ρε Παντελή, όμως (μη λες «ρε» στον Καπετάνιο, ανόητη!!), αφού κάνω τόση γυμναστική …
- Ναι; (έχει κερδίσει το ενδιαφέρον του Παντελή αναμφισβήτητα και δεν μπορώ παρά να νιώσω τα τσιμπηματάκια της ζήλειας στους πονεμένους μου μύες)
- … Γ Ι Α Τ Ι Δ Ε Ν Α Δ Υ Ν Α Τ Ι Ζ Ω;; ( Ανασηκώνομαι απότομα – φροντίζοντας πάντα ο κορμός μου να σχηματίζει ορθή γωνία με τα μπούτια μου - σαν το βρυκόλακα στο φέρετρο όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, και ρίχνω το όλο έκπληξη γουρλωμένο βλέμμα μου στον Καπετάνιο, περιμένοντας να ακούσω την απάντησή του: Γιατί αν αδυνατίσεις κι άλλο έχεις πεθάνει και δεν το έχεις καταλάβει; Γιατί τα κόκκαλα δεν αδυνατίζουν; ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΧΑΖΗ;; Όλες μου οι ελπίδες για την ύπαρξη λίγης κοινής λογικής μέσα σε αυτό το διαστημόπλοιο κρέμονται από τα χείλια του Παντελή)
- Ε, της απαντάει αυτός, λες και δεν τρέχει τίποτα, μάλλον θα τρως πολύ.

Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα μετά από αυτό. Μάλλον έπεσα από το-πράγμα-για-τους-κοιλιακούς γιατί άκουσα τον Σπίντι Γκονζάλες να ρωτάει τον καπετάνιο «Τι ήταν αυτό το γκντουπ» και εκείνον να απαντά «Η καινούρια». Με κάποιον τρόπο ανασηκώθηκα από το πάτωμα και βρήκα το δρόμο προς τα αποδυτήρια (περνώντας από τον κάτω όροφο, με τα ποδήλατα και τους διαδρόμους, θυμάμαι φευγαλέα στη γιγαντοοθόνη να παίζει ένα ντοκιμαντέρ με φάλαινες. Αν αναρωτιέστε, οι φάλαινες περνούν το ίδιο γαμάτα όπως οι ιπποπόταμοι, μόνο που έχει παντού νερό). Έπειτα, με τη βοήθεια της τύχης και μόνο επειδή το ήθελα πάρα πολύ, το σύμπαν συνωμότησε υπέρ μου και βρέθηκα μέσα στο αυτοκινητάκι μου να οδηγώ με πυροβολική ταχύτητα προς το χωριό μου, εκεί που τα φώτα του Εντερπράιζ δεν λαμπυρίζουν, οι εξωγήινοι δεν κάνουν ραχιαίους και ο αγαπημένος μου με περίμενε με ένα πιάτο αχνιστές χυλοπίτες και ένα ποτηράκι λευκό κρασί.

Δεν βλέπω την ώρα να ξαναπάω στο γυμναστήριο.

6 comments:

Anonymous said...

aha... ooooooolo to symban...

m.

Faedra said...

Μήπως -λέω, μήπως- τα λες όλα αυτά από τη ζήλια σου που δε θα σε δείξουν ποτέ τα δελτία ειδήσεων στο θέμα "Πώς τα ΜΜΕ οδηγούν τα ανυποψίαστα κοριτσάκια στο δρόμο της ανορεξίας - ζωντανά παραδείγματα";

Anonymous said...

είναι απίθανο να διαβάζω και να σε φαντάζομαι να τα διηγείσαι όλα αυτά, και είναι γαμάτο που γράφεις όπως μιλάς... Αληθινά πηγαίνεις γυμναστήριο;

everydaygeorgia said...

ΦΥΣΙΚΑ και πηγαίνω γυμναστήριο! Λες να τα φαντάστηκα όλα αυτά; Θες να πεις ότι δεν ακούγονται αληθοφανή;

Επίσης, το να γράφεις όπως μιλάς δεν ήταν ελάττωμα στο Λύκειο;

nosyparker said...

Πολύ καλό! Γέλασα :-D

Jim Spanos said...

Κλαίμε απ'τα γέλια εδω στο γραφείο...