Τη μέρα που θα γίνω ο Μεγάλος Δικτάτορας του Κόσμου, θα απαγορεύσω με ποινή φοβερή (δεν την έχω αποφασίσει ακόμα) τη χρήση των κινητών τηλεφώνων. Μην με παρεξηγήσετε: δεν είμαι από αυτούς που εκνευρίζονται όταν κινητά αρχίζουν να παιανίζουν τις τελευταίες επιτυχίες της Γιουροβίζιον και το πρόσφατο λάιβ της Βανδή δίπλα από το αυτί σου κατά τη διάρκεια της ταινίας στο σινεμά ή μέσα στο Α5 που κατεβαίνει τη Μεσογείων, ενώ οι επιβάτες σαρδελοποιημένοι μέσα του ζουν στιγμές σπάνιας τρυφερότητας, εναγκαλισμού και ανταλλαγής σωματικών υγρών. Δεν χάνω την ψυχραιμία μου με αυτούς που νιώθουν αρκετά άνετα να συζητήσουν με τη Φιφή/ μαμά / δικηγόρο τους ακριβώς το γιατί οδηγήθηκαν στην κατάθεση αίτησης διαζυγίου, απαριθμώντας έναν προς έναν τους λόγους κλονισμού του γάμου ενώ εγώ και η φίλη μου στο διπλανό τραπεζάκι μασουλάμε τα καλαμάκια μας λουφάζοντας και μετρώντας ντροπιασμένες τις φουσκάλες στον αφρό του φρέντο. Δεν μου έρχεται να βρίσω ακόμα και όταν σκέκομαι δίπλα στον απαραίτητο γελοίο που βρίσκεται εν μέσω κάθε ουράς τράπεζας και αφού απαντήσει στο κινητό του, ταράζει τη σιωπή της αναμονής με ένα υστερικό: "ΤΙΙΙΙΙΙΙΙ;;;;ΤΙ ΛΕΕΕΕΕΕΣΣΣΣ;;;;ΔΕ ΣΑΚΟΥΩ ΡΕ ΜΑΛ!ΠΟΥ;;ΤΙ;;ΣΤΗΝ ΤΡΑΠ...ΣΤΗΝ ΤΡΑΠ...ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΕΩ ΡΕ!ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ; ΕΓΩ ΣΑΚΟΥΩ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΡΕ ΣΥ!" (τότε γιατί φωνάζει, δεν μας λέει).
Όχι, λοιπόν. Οι παραπάνω καταστάσεις, βέβαια, δεν μου προκαλούν ψυχική ευφορία ούτε ενισχύουν το σεβασμό μου για το ανθρώπινο είδος, αλλά δεν αποτελούν και το λόγο για τον οποίο βρίσκω ότι τα κινητά πρέπει να εξαφανιστούν άμεσα από τις ζωές μας. Ο πραγματικός λόγος είναι ο εξής: (και σημειώστε τον, γιατί όταν θα είμαι ο ΜΔτΚ δεν θα αιτιολογήσω το απαγορευτικό μου αυτό διάταγμα, απλώς θα σας το σερβίρω με το έτσι θέλω).
Αυτό το μικρό κερατάκι που λουφάζει στην τσέπη, τσάντα και ενίοτε πάνω στη ζώνη του σύγχρονου ανθρώπου (αν μιλάμε για σύγχρονο άνθρωπο με χρυσή καδένα, μπυροκοιλιά και μακρύ νυχάκι στο μικρό δαχτυλάκι) είναι στην πραγματικότητα το εισιτήριο για την παράνοια. Και μιλώ για εισιτήριο πρώτης θέσης, με εξωτικά κορίτσια και αγόρια να σου κάνουν αέρα και να σου σερβίρουν Μοχίτο, θέα στον Ατλαντικό και την τελευταία ταινία του Στίβεν Σπίμπεργκ σε φλατσκριν οθόνη απέναντί σου. Με λίγα λόγια ταξιδεύεις ολοταχώς προς την παράνοια και εν τω άμα γουστάρεις. Απολαμβάνεις το ταξιδάκι σου πιστεύοντας ότι ο καινούριος σου τεχνολογικός θυσαυρός θα σε βοηθήσει να παίρνεις τηλέφωνα, να στέλνεις μηνύματα, να τραβάς τρελές φωτογραφίες όπου και να βρίσκεσαι και να τις στέλνεις στα φιλαράκια τα καλά που ξέμειναν στην Αθήνα (αν και αν αυτό δεν είναι θράσσος, δεν ξέρω τί είναι) ενώ στην πραγματικότητα, αυτό που έχεις κάνει είναι ότι έχεις δώσει ένα σκασμό λεφτά για να σε βρίσκουν όλοι πάντα και παντού και αφού το κάνουν, να έχουν δικαίωμα στο χρόνο σου. Και εξηγώ.
Ένα όμορφο πρωί στην Κηφισιά, ο Αλέκος γνώρισε τη Σούζι. Η Σούζι ήταν γλυκειά και ομορφούλα, του πετάρισε τις βλεφαρίδες όλο νόημα, ο Αλέκος την κέρασε ένα φρεντουτσίνο, κατέληξαν να συζητούν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πλατάνια της πλατείας (Έχει μείνει κανένα πλατάνι στην Κηφισιά; Έχω χρόνια να πάω) , ο Αλέκος της έπιασε το πόδι, η Σούζι τον άφησε, φιλήθηκαν, ξαναφιλήθηκαν και σύντομα οι δυό τους τα έφτιαξαν όπως τόσοι άλλοι στις μέρες μας (και πριν από αυτές). Το πρώτο λάθος το έκανε ο Αλέκος. Έδωσε τον αριθμό του κινητού του στη Σούζι. Το δεύτερο λάθος το έκανε η Σούζι. Πήρε τον Αλέκο τηλέφωνο. Ήταν μεσημεράκι, λίγες μέρες μετά από εκείνο το πρωί στην Κηφισιά. Είχαν κανονίσει να συναντηθούν το βραδάκι για ένα ποτό στο κέντρο, όταν η Σούζι αποφάσισε να τον καλέσει στο κινητό για να του πει πόσο χαίρεται που θα τον δεί και πόσο ανυπομονεί (για να γνωρίζει και ο Αλέκος ακριβώς τι γίνεται. Μην πάει όλο αγωνία στο ραντεβού, βρε θέλει να με δει η Σούζι, ανυπομονεί, ή τσάμπα παρφουμαρίστικα ο αστοιχείωτος;) . Και ο Αλέκος χαιρόταν που θα την έβλεπε. Και εκείνος ανυπομονούσε. Πολύ μάλιστα. Μόνο που τη στιγμή που διάλεξε να πάρει τηλέφωνο η Σούζι, ο Αλέκος ήταν στην τουαλέτα και έλυνε σουντόκου. Καθισμένος πάνω στη λεκάνη και με το μυαλό σε πλήρη συγκέντρωση (έλυνε ένα "για πολύ δυνατούς") δεν ήταν ακριβώς σε θέση να εκφράσει πλήρως και κατανοητά τα ρομαντικά και λεπτα αισθήματα που έτρεφε για εκείνη. ΄Οταν, λοιπόν, ο πολυφωνικός ύμνος του ΟΣΦΠ αντήχισε στα πλακάκια της τουαλέτας, και η φωνή της Σούζις άρχισε να νιαουρίζει γλυκουλιές στο αυτί του Αλέκου, εκείνος ακούστηκε ψυχρός και απόμακρος και στην ερωτική της εξομολόγηση βρήκε μόνο να απαντήσει: "άντε, μωρό, να τα πούμε μια και καλή το βράδυ; ". Η Σούζι, συγκλονισμένη με την αχαριστία του Αλέκου πάτησε το κόκκινο κουμπάκι της συσκευής και κατέβασε το καταραμένο κινητό από το αυτί της. Αμέσως πήρε τηλέφωνο την κολλητή της τη Φρίτσι, η οποία, ωστόσο, εκείνη τη στιγμή ακουγε μία γερή κατσάδα από το αφεντικό της και, παρόλο που διάλεξε να απαντήσει το κινητό της δεν ήταν σε θέση να δώσει τη σωστή συμβουλή στη Σούζι. Περιορίστηκε να ψιθυρίσει ένα βιαστικό : "Χέστον, τον απαίσιο, που σε έχει για δεδομένη. Όλοι τους γουρούνια είναι, αγάπη μου." Και το έκλεισε βιαστικά για να ακούσει τη υπόλοιπη κατσάδα που ερχόταν από το γραφείο του μεγάλου. Η Σούζι, απελπισμένη, αποφάσισε να απευθυνθεί στο μεγάλο Βούδα, τη γυναίκα που είχε πάντα μία σοφή κουβέντα να πει για όλα τα προβλήματα, τη μαμά της. Σχημάτισε, με δάκρυα στα μάτια, τον αριθμό του κινητού της και ρουφώντας την πετίτ μυτούλα της, άκουσε τη μαμά της να απαντά: " ΝΑΙΙΑΙΑΙΑΙΑΙ::::::ΠΟΙΟΟΟΟΣ;;ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ;;;ΔΕΝ ΣΕ ΑΚΟΥΩ, ΕΧΕΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΔΥΝΑΤΑ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΒΛΕΠΕΙ ΤΑΤΙΑΝΑ.....ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ;;;ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΜΟΥ ΛΕΣ, ΑΛΛΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑΝ ΝΑ ΣΕ ΠΡΟΣΒΑΛΕΙ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΔΕ ΣΕ ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΟΡΟΙΔΕΥΕΙ Ο ΠΑΣΑ ΕΝΑΣ...". Η Σούζι έκλεισε για τρίτη φορά το κινητό της και πέφτωντας όλο λυγμούς πάνω στον καναπέ του σαλονιού, αποφάσισε πως έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή των δύο γυναικών που προφανώς απερίσπαστα έτρεξαν να της σταθούν σε αυτή της τη δύσκολη στιγμή. Θα τον παράταγε, τον γελοίο.
Η Σούζι ποτέ δεν πήγε σε εκείνο το ραντεβού. Ο Αλέκος απέμεινε στη γωνία Σόλωνος και Μασσαλίας όλο το βράδυ να περιμένει εις μάτην, κραδαίνοντας ένα μαραμένο μπουκέτο γιούκα.
Μία αγάπη χάθηκε, πριν καν γεννηθεί, και μη μου πείτε ότι φταίει ο ανθρώπινος εγωισμός για όλα αυτά. Φταίει η σύγχρονη τεχνολογία και τα κινητά τηλέφωνα, που κάνουν αυτό ακριβώς που λέει η λέξη, κινούνται, μαζί μας, όπου πάμε, όποτε πάμε και μας αναγκάζουν να τα απαντάμε όπου και να είμαστε, δίνοντας την εντύπωση πως δεν αγαπάμε πιά αυτόν στον οποίο χθες βράδυ ορκιζόμασταν αιώνια αγάπη, την ώρα που απλώς σπάμε το κεφάλι μας να βρούμε το δέκα καθέτως, ή ότι είμαστε σε θέση να δώσουμε σοβαρές συμβουλές για τα προβλήματα φίλων που καίγονται από την άλλη άκρη της γραμμής, την ώρα που προσπαθούμε να παρκάρουμε ή παίζουμε ρακέτες κόντρα στον άνεμο σε κάποια παραλία. Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπέλ έδενε όχι χωρίς λόγο το πρώτο τηλέφωνο πάνω σε έναν τοίχο με ένα καλώδιο και συμβούλευε τους πρώτους του πελάτες να το τοποθετούν πάνω σε ένα τραπεζάκι, δίπλα σε ένα μπλοκάκι για να κρατούν πρόχειρες σημειώσεις των όσων ακούν, για να επεξεργάζονται σωστά τα όσα ακούνε, πριν ανοίξουν το στόμα τους να κλείσουν σπίτια.
Και αυτοί οι παλιοι, φυσικά, ήταν πολύ πιο σοφοί από εμάς, σήμερα, που απαντάμε σε επαγγελματικά τηλεφωνήματα ενώ πασπαλίζουμε το έτερον ήμιση με λάδι καρότου και σε κλήσεις από τη μαμά με το χεράκι του αγοριού απέναντι να μας χαϊδεύει αισθησιακά το μπούτι.
Καταλάβατε, λοιπόν, γιατί αυτά τα μικρά αντικείμενα του Σατανά θα βρεθούν στον πάτο του ποταμιού, όταν θα ανέβω, επιτέλους, στην εξουσία;
Προς επίρρωση των ανωτέρω ισχυρισμών μου, όταν κάποιος με κοιτάει όλο νόημα και μου λέει: "κοπελιά, θα μου δώσεις το κινητό σου;", βγάζω το Μοτορόλα από την τσάντα και του το χώνω στο χέρι.
'Αι στο διάολο και εσείς και η πρόοδός σας.
Tuesday, August 22, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Δε θα ξαναγράψεις; Μας άρεσες!!!
Ελένη και Μαρία
Post a Comment