Friday, October 26, 2007

ΠΩΣ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΤΙΣ ΜΑΥΡΕΣ ΣΑΣ



Συνεχίζοντας την πολύτιμη σειρά «άξίων διδαγμάτων ζωής», η everydaygeorgia σας συμβουλεύει για το πώς να γίνεται πιό περιζήτητοι στις παρέες, πιό μυστηριώδεις και πιο θελκτικοί τύποι σε αυτή την κοινωνία των πολλών όπου ζούμε.

Βήμα πρώτο: Βρείτε ένα ανόητο και ασήμαντο λόγο για να μελαγχολήσετε και να μαυρίσετε τα κέφια σας. ΠΡΟΣΟΧΗ: είναι απαραίτητο αυτός ο λόγος να είναι ανόητος και ασήμαντος. Εάν είναι βάσιμος και σημαντικός, τότε δεν έχετε τις μαύρες σας, αλλά πραγματικά μπλεξίματα, οπότε σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να ακολουθήσετε τις παρακάτω οδηγίες, αλλά νηφάλια και ώριμα να αντιμετωπίσετε το πρόβλημα. Εάν δεν είσαστε από αυτούς τους τύπους που αντιμετωπίζουν νηφάλια και ώριμα τα πράγματα, πάλι μην ακολουθήσετε τις παρακάτω οδηγίες, αλλά περιμένετε υπομονετικά το κεφάλαιο «Πώς να κάνετε ότι το πρόβλημα δεν είναι εκεί» αυτής της σειράς οδηγών.

Βήμα δεύτερο: Αγοράστε ένα πακέτο Γκολουάζ κόκκινα και ένα μπουκάλι φτηνό ουίσκι.

Βήμα τρίτο: Πέστε σε μελαγχολία. Να κοιτάτε έξω από το παράθυρο με βλέμμα απλανές τα γκρίζα σύννεφα (εάν είναι χειμώνας) ή τη θολή ακτογραμμή (εάν είναι καλοκαίρι). Εάν το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεστε δεν έχει παράθυρο, ή δεν βρεθείτε σε κάποια παραλία το καλοκαίρι, αγοράστε μια ανάλογη αφίσα και κολλήστε την στον απέναντι τοίχο. Την ώρα που θα ρίχνετε τα απλανή σας βλέμματα, έχετε τις ακόλουθες δυνατότητες (προτείνεται ο συνδυασμός τουλάχιστον δύο από αυτές) : Να μασουλάτε την άκρη του μολυβιού σας αφηρημένα (ΠΡΟΣΟΧΗ: εάν δουλεύετε σε κάποια δημόσια υπηρεσία και δεν είστε σίγουρος ποιός βρωμιάρης είχε στα χέρια του το μολύβι σας πριν από εσάς, μασουλήστε τα νύχια σας). Να ανακατεύετε τον καφέ με το κουταλάκι (ή το καλαμάκι, τηρουμένων των αναλογιών) τουλάχιστον για τρία τέταρτα πρίν από κάθε γουλιά. ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ: Ποτέ μην αφήνετε αναστεναγμούς ικανοποίησης μετά την κατάποση του καφέ (τύπου: «ΑΑΑΑΑ...Αυτός είναι καφές.» Θυμηθήτε, έχετε τις μαύρες σας και τίποτα δεν μπορεί να σας φέρει τη χαρά). Όταν κάποιος σας βάζει να κάνετε κάποια αγκαρία να την δέχεστε με αδιάφορο σήκωμα των ώμων και ένα ψιθυριστό «τί πειράζει, αφού όλα είναι σκατά έτσι κι αλλιώς...». Αν σας ζητούν την άποψη για κάποιο θέμα να μην τη δίνετε. Αν σας ρωτούν γιατί δεν συμμετέχετε στη συζήτηση να απαντάτε «Δεν έχει νόημα. Ό,τι και να πιστεύω δεν έχει απολύτως κανένα νόημα» . Να αναστενάζετε πολύ (αυτό το μαντεύατε και μόνοι σας!!!). Να μην έχετε καμμία όρεξη για σεξ, ακόμα και αν έχετε, αν με καταλαβαίνετε. Να κλείνετε τα τηλέφωνα στους φίλους πάντα πολύ απότομα. Όταν χτυπούν, να τα σηκώνετε με ένα ξεψυχισμένο – βαριεστημένο «ναί;», συνοδευόμενο από ξεψυχισμένο – βαριεστημένο σήκωμα φρυδιών και σούφρωμα χειλιών. Αυτό δεν θα το βλέπει αυτός που σας παίρνει τηλέφωνο, αλλά κάνει τρελό εφέ στους γύρω σας που σας είχαν για μελαγχολικό ήδη από τη φάση με την αφίσα.

Βήμα τέταρτο: Κατεβάστε από το ίντερνετ τα ακόλουθα τραγούδια: 1. Empty Rooms– Gary Moore 2. Everybody has to learn sometimes – Beck 3. Kay Lee – Marillion 4. Lover, you should have come over – Jeff Buckley 5. Poor man’s moody blues – Barclay James Harvest 6. Harder now that it’s over – Ryan Adams και για πιό hardcore καταστάσεις το Lady του Lionel Richie ή μια καλή συλλογή με ροκ μπαλάντες και φτιάξτε ένα cd με τίτλο «Νοέμβριος 1994», ακόμα και αν είναι ντάλα Ιούλιος του 2010. Να το ακούτε παντού, στο αυτοκίνητο, στο mp3, στο σπίτι, την ώρα που τρώτε, πάτε να κοιμηθείτε ή κάνετε μπάνιο. Να παρατάτε ό,τι πηγαίνατε να κάνετε και να κλαίτε γοερά σε κάθε εισαγωγή των ανωτέρω κομματιών ή να ανάβετε ένα Γκολουάζ ρουφώντας βαθιά τον καπνό, μέχρι ο καλλιτέχνης να τελειώσει το πρώτο κουπλέ. Αφού ανάψετε το εν λόγω Γκολουάζ, να πετάτε τον αναπτήρα μακρυά πάνω στο τραπέζι με στυλ « πώωωω ρε π****τη, που με πήγε τώρα αυτή η κομματάρα». Χαστουκίστε όποιον από το περιβάλλον σας προτείνει να βγάλετε το cd αυτό προκειμένου να βάλετε «κάτι άλλο, ίσως πιό χαρούμενο» στο cd player.

Βήμα πέμπτο: Να βγαίνετε με τους φίλους σας, αλλά να είστε ο πιο μίζερος της παρέας, ο «τραβάτε με κι ας κλαίω» . Να ακούτε αυτό που σας λένε με σαράντα δευτερόλεπτα καθυστέρηση («συγγνώμη, δεν πρόσεχα, τι;» με βαριεστημένο ύφος), να παίρνετε αγκαλιά το ποτήρι σας και να λουφάζετε στην άκρη του τραπεζιού. Να μην δίνετε σημασία στα τρανταχτά γέλια της παρέας, να ξεφυσάτε δυσαρεστημένος, να ειρωνεύεστε το σερβιτόρο και να ξεχνάτε το κινητό σας πίσω. Να αφήνετε να σας ξεφεύγουν πικρόχολα σχόλια τύπου «τα πάντα είναι μάταια, είστε όλοι ανόητοι και οι πάγοι λιώνουν έτσι κι αλλιώς». ΠΡΟΣΟΧΗ: Αν το παρακάνετε με το παρόν βήμα σύντομα δεν θα έχετε φίλους, και θα αποκτήσετε ένα Πραγματικό Πρόβλημα™ (οπότε βλ. αρχή αυτού του οδηγού), πράγμα το οποίο δεν συνιστώ. Πάντα να έχετε μικρές αναλαμπές από τη μαυρίλα, για να μπερδεύετε τους φίλους σας και να ξαναθυμούνται τον αρχικό λόγο που σας έκανε συμπαθή σε αυτούς. Όταν διαπιστώσετε ότι τη σκαπουλάρατε, ακολουθήστε από την αρχή το βήμα πέμπτο.

Βήμα έκτο: Πιείτε το ουίσκι, καπνίστε τα Γκολουάζ. Επαναλάβατε, εάν χρειαστεί.

Βήμα έβδομο: Ελάτε σε επαφή με φίλους από το δημοτικό/γυμνάσιο. Ανρθώπους, γενικότερα, που σας έχουν ζήσει στα πιο χαζοχαρούμενά σας. Όταν θα κλείσετε ραντεβού για καφέ, εμφανιστείτε με μαύρα ρούχα και άλουστα μαλλιά. Όταν σας ρωτήσουν τί τρέχει απαντήστε λακωνικά «έχω τις μαύρες μου», παραγγέλνοντας ένα ουίσκι (ακόμα και αν είναι 11 η ώρα μιας Τετάρτης ) και αφήστε την κοινωνική αλυσίδα να κάνει τη δουλειά της. Σύντομα όλοι θα έχουν μάθει ότι είστε μυστήριος, μελαγχολικός και θελκτικός. Ένα ένα τα γκομενάκια που ούτε στα όνειρά σας δεν θα ρίχνατε σε άλλες εποχές θα αρχίσουν να σας τηλεφωνούν, ελπίζοντας να σας «βγάλουν από αυτό το προσωπικό λούκι το οποίο περνάτε».

Βήμα όγδοο: Αναδυθείτε από τη μελαγχολία. Λουστείτε, βάλτε κάτι χρωματιστό, πετάξτε τις άδειες μπουκάλες ουίσκι, βουρτσίστε τα δόντια σας και αρωματιστείτε. Πείτε ανέκδοτα και κάνετε σεξ (ποτέ συγχρόνως). Μιλήστε για την επαναποκτηθείσα όρεξη για ζωή.Αν είστε γυναίκα, πείτε ότι περιμένατε περίοδο, αν είστε άντρας μην πείτε τίποτα (έξτρα πόντοι για την ανεξήγητη μαυρίλα)

Βήμα ένατο: Ξεκρεμάστε την αφίσα του τρίτου βήματος από τον τοίχο. Αγοράστε PIRALVEX αν το μάσημα του μολυβιού σας προκάλεσε αύτρες. Στείλτε ευχαριστήριο μέιλ στην everydaygeorgia.

Tuesday, September 25, 2007

..και Θεάματα


Σήμερα θα σας μιλήσω για την αγαπημένη μου εκπομπή στην τηλεόραση, η οποία προβάλλεται από το φανταστικό κανάλι ΣΤΑΡ κάθε Κυριακή στη μία και μισή, δηλαδή την ώρα ακριβώς που ξυπνάμε από το λήθαργο τον οποίο έχει προκαλέσει η σαββατιάτικη κραιπάλη και χρειαζόμαστε ένα πνευματικό ερέθισμα προκειμένου να διαπιστώσουμε πόσα εγκεφαλικά κύτταρα κάψαμε με τα χθεσινά κοκτεηλάκια και πόσα έχουν μείνει ακόμα ενεργά. Πρόκειται για μία καταπληκτική σειρά για όλη την οικογένεια (αρκεί βέβαια, όλη η οικογένεια να ήπιε αρκετά το προηγούμενο βράδυ) και για τους μικρούς μας φίλους (οι οποίοι, όμως, καλό είναι να μην πίνουν). Όπως καταλάβατε, μιλάω για τη σειρά με τον παπά και την τεράστια φαμίλια του.

Ο λόγος για τον οποίο αυτή η σειρά με έχει πορώσει έτσι άσχημα και δεν την παλεύω καθόλου Κυριακή μεσημέρι χωρίς να τη δω, μου είναι εντελώς άγνωστος. Ίσως φταίει η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων. Ο παπάς έχει συνολικά πάρα πολλά παιδιά γιατί πριν παντρευτεί την παπαδιά δεν έκανε σεξ με κανέναν και για τίποτα στον κόσμο και αφότου έβαλε την κουλούρα του έδωσε και κατάλαβε. Η παπαδιά δεν είναι και η πρώτη γκόμενα, και όλη η δεξιά της πλευρά έχει αρχίσει να παίρνει την κατιούσα μετά τη γέννηση των διδύμων, αλλά λυχνίας σβησθείσης κτλ, κτλ, αφήστε που, άπαξ και γνώρισε τη γλύκα της σαρκικής συνάφειας ο παπάς, του έγινε έξη φοβερή και τώρα δεν τον σταματά τίποτα. Όλο τους βλέπουμε να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται με γλώσσα προσπαθώντας προφανώς να μας αποδείξουν ότι ο γάμος όχι μόνο δεν σκοτώνει τον έρωτα, αλλά αντίθετα κάνει τον άνθρωπο πιο ερωτύλο από ποτέ. Εγώ, βέβαια, είμαι σίγουρη ότι η παπαδιά πολύ θα ήθελε να σταματήσουν όλα αυτά τα σιρόπια και να την αφήσει επιτέλους ο παπάς να απολαύσει την εμμηνόπαυσή της, την οποία κέρδισε με το σπαθί της και με τόσες γέννες, αλλά δεν την παίρνει να πει τίποτα γιατί θα γίνει της τρελής στο σπίτι.

Τα πολλά παιδιά της οικογένειας του παπά είναι τα εξής: Ο μεγαλύτερος, που είχε στην εφηβεία του μαλλιά καπελάκι και πάντα λαδωμένα και έπαιζε μπάσκετ και είχε μια κοπέλα που ήθελε να τον πηδήξει αλλά αυτός δεν ήθελε γιατί δεν έπρεπε καθόλου πριν το γάμο και μετά αυτή τον χώρισε. Μετά το χωρισμό αυτός πήγε να μείνει στο ίδιο σπίτι με έναν μαυρούλη με τον οποίο δουλεύανε και συγχρόνως σπουδάζανε να γίνουν γιατροί και να βοηθάνε τους άρρωστους ανθρώποι. Εάν αποφοίτησε ο μεγαλύτερος από την ιατρική δεν το ξέρω, γιατί εκείνη την κρίσιμη εποχή άλλαζα χώρες και δεν είχα το νου μου στην ΤιΒΙ, αλλά φαντάζομαι ότι θα τα κατάφερε τελικά, γιατί ήταν πολύ δοσμένος στην επιστήμη του και δεν έκανε σεξ με κανέναν και για τίποτα στον κόσμο, οπότε είχε πολύ ελεύθερο χρόνο για επαναλήψεις. Η πρώτη κόρη του παπά είναι η περίφημη Μαίρη, την οποία ξέρουν και οι πέτρες γιατί είναι η μόνη η οποία πήρε τον πούλο από τη σειρά κυριολεκτικά και μεταφορικά, διότι άρχισε να κάνει σεξ πριν το γάμο, παρά το γεγονός ότι ΟΛΟΙ την είχαν προειδοποιήσει ότι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να γίνεται. Η Μαίρη έπαιζε επίσης μπάσκετ, όπως ο αδελφός της, αλλά δεν πήρε από αυτόν και τις υπόλοιπες αρετές γιατί κατάφερε να υποπέσει σε πολλά αμαρτήματα, όπως τα ναρκωτικά, τις μπύρες, τις πιστωτικές κάρτες, τους γκόμενους με κάμπριο αυτοκίνητα και την αυθάδεια προς τους μεγαλυτέρους.

Σε αυτό το σημείο θα σταματήσω να σας μιλάω για την αγαπημένη μου σειρά στην τηλεόραση, γιατί πολλές και επιφανείς προσωπικότητες – ένθερμοι οπαδοί του μπλογκ - με επέπληξαν για το γεγονός ότι τα ποστ μου μοιάζουν με σεντόνια που εκτείνονται σε άπειρες σελίδες του γουόρντ, γεγονός που δεν συνάδει με την εποχή της ταχύτητας και της λακωνικότητας στην οποία ζούμε.

(Συγγνώμη, δηλαδή, αλλά τώρα που το ποστ μοιάζει με κοϊτους ιντερούπτους, το προτιμάτε;)

Στην επόμενη – συντομότατη – καταχώρηση, θα σας μιλήσω για την δεύτερη κόρη του παπά, η οποία είναι άσχημη σαν το χρέος, αλλά ρίχνει όλα τα ωραία γκομενάκια, όπως για παράδειγμα τον Όμορφο αλλά Ανεγκέφαλο Αστυνομικό Υπηρεσίας ™, για τον επόμενο γιό της οικογένειας που λούζει μεν τα μαλλιά του, αλλά είναι πιό βλάκας και από πίθηκο, οπότε τον χώνουν κάτι απίστευτοι τύποι να κάνει διάφορες καραγκιοζιές, καθώς και τη μικρότερη κόρη της οικογένειας, η οποία ήθελε να αρχίσει εξαντλητικό ντέιτινγκ ήδη από τα έντεκα, αλλά της απαγόρευσαν γιατί αυτά τα πράγματα, πρώτον δεν είναι του Θεού και δεύτερον δεν θα της άφηναν χρόνο να μαζεύει το δωμάτιό της.

Ή πάλι, μπορεί να αλλάξω εντελώς γνώμη και να σας μιλήσω για κάτι τελείως διαφορετικό, όπως για παράδειγμα τη φοβερή εκδήλωση που θα λάβει χώρα στον Ιανό, αύριο, 26 Σεπτεμβρίου, και θα έχει θέμα τους μπλόγκερς! Εγώ θα είμαι εκεί και θα με αναγνωρίσετε γιατί θα πίνω χυμό μπανάνα, όπως κάνω πάντα στο εν λόγω καφέ, ξεσηκώνοντας την οργή του γλυκήτατου Άρη, ο οποίος έχει βαρεθεί να λεηλατεί τις μπανανιές της Σταδίου για να με εξυπηρετεί.

Εσείς, θα έρθετε;

Monday, September 03, 2007

Τα βαφτίσια


Την Κυριακή που μας πέρασε ήταν τα βαφτίσια ενός μωρού. Το μωρό αυτό έχει την τύχη να έχει γεννηθεί με μάνα μια κοπελίτσα η οποία, κατά φριχτή συγκυρία, αναγκαζόταν από την τρυφερή ηλικία των δεκαπέντε και για αρκετά χρόνια να με κάνει παρέα (παρά το γεγονός ότι εγώ ήμουν μόλις εφτά τότε και, εκ των πραγμάτων, αντιπαθής και τρομερά βαρετή για εκείνη) ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια επανειλημμένων καλοκαιρινών διακοπών και κάθε φορά που οι κύριοι γονείς μας - οι οποίοι ήσαν κολλητοί αναμετάξυ τους - είχαν τη φαεινή να μας σύρουν μαζί τους στις εκδρομούλες που οργάνωναν. Το γεγονός, λοιπόν, ότι εγώ και η δόλια αυτή κοπελίτσα, αιώνια χωρισμένες από το χάσμα των ηλικιών που φαντάζει στα εφτα με δεκαπέντε πιο τεράστιο και από την διαφορά που έχει ο Χιου Χέφνερ από τα κουνελάκια του, έχουμε περάσει ατελείωτες βασανιστικές ώρες σε αμμουδιές και μπαλκόνια ξενοδοχείων και δίπλα δίπλα σε ψάθινες καρέκλες ταβερνείων, να προσπαθούμε να βρούμε ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ θέμα συζήτησης το οποίο να προκαλεί έστω και το ελάχιστο κοινό ενδιαφέρον και των δύο μας, την ώρα που οι γονείς μας περνούσαν γαμάτα, μας έδεσε για πάντα με δεσμούς οδύνης και αγωνίας και μας έδωσε τον αδιαφιλονίκητο και ισχυρότατο τίτλο των «Παιδικών Φίλων». Όπερ και βρέθηκα κι εγώ καλεσμένη στα εν λόγω βαφτίσια.

Γενικά έχω ένα Θέμα με τις εκκλησίες. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το Θέμα που έχω με τον πολύ κόσμο, τις παραδοσιακές κοινωνικές εκδηλώσεις, τα σόγια (δικά μου και των άλλων) και το πρωινό ξύπνημα την Κυριακή όταν έχω περάσει το σαββατόβραδό μου να πίνω βοτκίτσες έως πολύύύύ αργά και τέλος, αυτό των σαράντα βαθμών υπό σκιάν, τότε μαζεύονται πολλά Θέματα μαζί, και αυτό που πρέπει να γίνει είναι να πάω στον Υψηλό Προΐστάμενο επί Γενικότερων Θεμάτων Διαχείρισης Οικογενειακών Καταστροφών, ήτοι την μαμά μου, και να θέσω κάποια από αυτά επί τάπητος. Το πρώτο μου λάθος ήταν ότι αποφάσισα να ανοίξω τα χαρτιά μου πολύ αργά, δηλαδή, όταν είχαν ήδη όλοι ντυθεί και στολιστεί και με περίμεναν να κατέβω από τον πύργο μου και να τους πάω με το κλιουδάκι στο πανηγύρι. Προφανώς έπρεπε να είχα αρχίσει να μεθοδεύω την Αντίπραξη ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά αν κάποιος τύπος είναι αναβλητικός, τότε αυτός είμαι εγώ. Σύρθηκα από το κρεβάτι στις εννέα η ώρα το πρωί της Κυριακής και έβαλα μπρος το – καταδικασμένο – σχέδιό μου.

Ήδη με τις πρώτες κουβέντες που ξεστόμισα ενώπιον της Επιτροπής Γενικότερων Θεμάτων Διαχείρισης Οικογενειακών Καταστροφών φορώντας ακόμα το σεντόνι μου για χλαμύδα, ξυπόλυτη και με την σοφία οχτώ ποτηριών βότκας εμφανώς χαραγμένη κάτω από τα μάτια μου, έγινε σαφές ότι το αίτημά μου θα απορριφθεί και μάλιστα πριν καν εξεταστεί στην ουσία του, μόνο και μόνο επειδή δεν είχα το σεβασμό να βάλω τη γραβάτα μου πριν εμφανιστώ στην ακροαματική διαδικασία. Απελπισμένες προσπάθειες να ψελίσσω δικαιολογίες τύπου «μιά Κυριακή μου μένει κι εμένα...δουλεύω όλη βδομάδα... τί σχέση έχω εγώ με τη μάνα του μωρού που βαφτίζεται...τελευταία ουσιώδης συζήτηση ήταν αν Ριτζ ή Θορν πιό όμορφος...σας ικετεύω...» έγιναν δεκτές με σουφρωμένα χείλια, «τς τς, τς, τς, τς», στεναχωρημένα κουνήματα του κεφαλιού πέρα δώθε και, τέλος, σαφείς απειλές για αποκλήρωση. Ντύθηκα όπως όπως, έβαλα πολύ μέικ απ στα μάτια και φόρτωσα την οικογένειά μου στο κλιουδάκι, παίρνοντας το δρόμο για ένα από τους διάφορους Οίκους που διατηρεί ο Κύριος στο λεκανοπέδιο Αττικής.

Η τελετή αυτή καθεαυτή ήταν φτωχή σε ενδιαφέρον, άρα άσκοπο να προχωρήσω σε περιγραφή της, με εξαίρεση ίσως το γεγονός ότι ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι εντός του Οίκου του Κυρίου λυώναμε από τη ζέστη και θα δίναμε το δεξί μας χέρι για να μας πάρει κάποιος και να μας βουτήξει σε μία γούρνα με δροσερό νερό, το σκασμένο είχε πλαντάξει στο κλάμα και διαμαρτυρόταν με όλη τη δύναμη των τάινι – πνευμονιών του, γεγονός που κατά τη γνώμη μου, προμηνύει ότι θα μεγαλώσει για να γίνει ένας από αυτούς τους άντρες που δεν είναι ποτέ και με τίποτα ικανοποιημένοι ακόμα και αν πας και κόψεις το κεφάλι σου για πάρτη τους. Να σημειώσω εδώ, ότι το μωρό ήταν αρσενικό (όπως θα καταλάβατε, οι πιό γρήγοροι από εσάς) και ότι του δώσαμε ένα όνομα πολύ συνηθισμένο στην όμορφή μας χώρα, το οποίο, όμως, δεν είναι ούτε Γιάννης, ούτε Κώστας ούτε Νίκος.

Μόλις η βάφτιση τελείωσε και παραλάβαμε τα αναμνηστικά μας δωράκια (τα οποία, οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν ΓΑΜΑΤΑ – επρόκειτο για μινιατούρες καραβάκια και τρενάκια και αεροπλανάκια, και ένεκα η παλιά μου φιλία με τη μαμά του νεοφώτιστου, δεν ντράπηκα να πάρω περισσότερα από ένα) αποχωρήσαμε από τον Οίκο του Κυρίου, την έξοδο από τον οποίο είχε μπλοκάρει η τεραστίων διαστάσεων πεθερά της μαμάς του μωρού (ή αλλιώς, γιαγιά του) η οποία, συγκλονισμένη από την καλή τύχη του γιού της, να βρει μια νύφη της προκοπής (και να κάνει και το διάδοχο !) εκσφενδόνιζε ευχές δεξιά και αριστερά σε όποια ανύπαντρη κοπέλα πέρναγε από μπροστά της, σαν τον Σέβερους Σνέιπ στο τετράπαχό του με δόντια ιπποπόταμου. Εμένα μου πέρασε μία ξυστά έξω από τον κρόταφο. Προς στιγμήν αναθάρρησα, την ώρα που νόμιζα, όμως, ότι είχα ξεφύγει από το κακό, με πέτυχε η επόμενη κατευθείαν στο δόξα πατρί. «ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ!!».

Η απάντησή μου ήταν απόρροια της απάνθρωπης ζέστης και ενδεχομένως και των αναθυμιάσεων από την χθεσινοβραδυνή βότκα:
«Ευχαριστώ, πολύ» είπα στη χοντρή αδερφή του Σέβερους «αλλά εμένα με έχουν ήδη βαφτίσει».
Το σοκ του ιπποπόταμου ήταν τόσο μεγάλο που δυό τρεις αδέσμευτες μεγαλοκοπέλες μετά από εμένα στη σειρά κατάφεραν να ξεφύγουν αλώβητες πριν ξαναρχίσουν τα πυρά.

Ωστόσο, το μυστήριο δεν είχε τελειώσει. Έμενε ακόμα το Τραπέζι.

Το Τραπέζι γινόταν σε ένα εστιατόριο. Το εστιατόριο ήταν κοντά στη θαλασσίτσα, πάνω σε ένα μπαλκονάκι με θέα τις βαρκούλες οι οποίες κουνιόσαντε ειρωνικότατα πέρα δώθε πάνω στα ασημί – γαλάζια νερά του λιμανιού και έμοιαζαν να με κοροΐδεύουν με την ανέμελη ελευθερία τους, την ώρα που εγώ ήμουν παγιδευμένη στην Κοινωνική Συνεστίαση από την Κόλαση. Έδωσα το όνομά μου στον μέτρ (ή, τέλος πάντων, σε έναν τύπο που καθόταν στην είσοδο κρατώντας ένα ντοσιέ με ονόματα και είχε ένα πολύ σπουδαίο και ψαρωτικό ύφος) και ευχήθηκα να μην με έχουν βάλει στο ίδιο τραπέζι με τους γονείς μου, οι οποίοι είναι από τους τύπους που δεν χρειάζεται να γνωρίζουν καν το όνομα του διπλανού τους, προκειμένου να σχολιάσουν το κούρεμά του επικριτικά ή να πουν σόκινγκ ανέκδοτα . Δεν ήξερα η ανόητη ότι η πραγματοποίηση της ευχής μου αυτής θα γινόταν ο – ακόμα – χειρότερος εφιάλτης που θα ολοκλήρωνε την Κυριακάτικη καταστροφή. Πλησίασα το τραπέζι νούμερο τέσσερα και – ω, φρίκη – είδα έξι ζευγάρια μάτια να πέφτουν επάνω μου, εμφανώς απορημένα. Μία δεύτερη πιο προσεκτική ματιά, την ώρα που στριμωχνόμουν στην μοναχική μου καρέκλα, με διαβεβαίωσε ότι τα ματιά που με κοίταγαν στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερα. Κοίταξα έντρομη ολόγυρά μου στο στρογγυλό τραπέζι.

Έχετε δει εκείνη την κλασσική σκηνή του «Ημερολογίου της Μπρίτζετ Τζόουνς», όπου η Μπρίτζετ μπαίνει σε ένα σπίτι όπου είναι προσκεκλημένη σε δείπνο , μόνη ανάμεσα σε ένα σωρό καλοπαντρεμένα ζευγάρια που τη χαιρετούν όλο – προσποιητή – χαρά με μία φωνή κάθε ζευγάρι, σαν να πρόκειται για αλλόκοτες δικέφαλες υπάρξεις, αδύνατες να διαχωριστούν σε μονάδες; Θυμόσαστε τον τρόμο στα μάτια της Μπρίτζετ καθώς έπρεπε να υπομείνει ολόκληρο δείπνο με αυτούς τους καλοπαντρεμένους οι οποίοι της απεύθυναν οξεία επίθεση λόγω του ότι ήταν ακόμα ανύπαντρη; Φαντάζεστε, τώρα και το δικό μου, όταν διαπίστωσα, ότι εκτός από τα τρία καλοπαντρεμένα ζευγάρια, θα συνέτρωγα παρέα και με τα βρέφη τους (τα υπολόγισα στα γρήγορα περί τα δύο βρέφη ανά ζεύγος, με μέσο όρο ηλικίας τους δεκα οχτώ μήνες ανά βρέφος). Προφανώς, η μάνα του νεοφώτιστου μωρού, βρήκε επιτέλους, μετά από χρόνια, τρόπο να με εκδικηθεί για όλα εκείνα τα ατελείωτα καλοκαιρινά μεσημέρια που την τραβολογούσα να παίξουμε μπάρμπι, ενώ εκείνη ήθελε απελπισμένα να διαβάσει τη Σούπερ Κατερίνα και να βάψει τα νύχια της. Ή, πάλι, ίσως ποτέ δεν μου συγχώρεσε το γεγονός ότι έβρισκα πάντα τον Θορν πιο σεξυ τύπο.

Όπως και να΄χει, εγώ κάθισα στο τραπέζι, χάρισα ένα εγκάρδιο χαμόγελο σε όλη την παρέα, συστήθηκα και ζήτησα ένα ποτήρι κρασί από το σερβιτόρο, προκαλώντας, ίσως υπερβολικά νωρίς για το δικό μου καλό την αποδοκιμασία των ομοτράπεζών μου. Όταν ήρθε το κρασάκι μου, ήπια μία απολαυστική και δροσιστική γουλιά, και άρχσα να παρατηρώ τα τεκταινόμενα στις διπλανές μου καρέκλες.

Απέναντί μου ακριβώς καθόταν ένα ζευγάρι που είχε ανάμεσά του ένα καροτσάκι μέσα στο οποίο έπαιρνε το μεσημεριανό του υπνάκο Το Πιό Κακομούτσουνο Μωρό του Κόσμου™. Αν θεωρήσουμε ότι τη μάνα του Πιό Κακομούτσουνου Μωρού του Κόσμου™ την έλεγαν Θεοδώρα και τον πατέρα του θοδωρή, η συζήτηση η οποία θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα ανάμεσά τους θα είχε ως εξής:

- (εκείνος) Μα την πίστη μου, θεοδώρα, δεν μπορώ να καταλάβω τί σε κυρίευσε και έφερες αυτό το ασχημομούρικο πλάσμα μαζί σήμερα στην εκκλησία. Δεν είδες πώς μας κοιτούσαν όλοι; Θέλεις να σαμποτάρεις εντελώς την κάθε μου προσπάθεια για κοινωνική άνοδο, διαφημίζοντας αυτή τη δυσμορφία της οποίας τυγχάνω, δυστυχώς, πατέρας;
- (εκείνη) Λυπάμαι, Θοδωρή, εάν έχεις έρθει σε δύσκολη θέση, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι καμμία από τις ακριβοπληρωμένες μας μπέιμπι σίτερ δεν δέχεται να μείνει μόνη στο σπίτι μαζί του. Μην ξεχνάς ότι η τελευταία νοσηλεύεται ακόμα στο Ερίκος Ντυνάν σε κατάσταση βαριού ψυχολογικού σοκ όταν το άκουσε να κλαίει μέσα στη νύχτα και αναγκάστηκε να το κοιτάξει μέσα στο σκοτάδι.
- (εκείνος) Και η μάνα σου; Ούτε εκείνη θέλησε να προσφερθεί; Ας μην ξεχνάμε ότι τα δικά της γονίδια ευθύνονται για τούτη εδώ την αισθητική καταστροφή! (μιλάει με το δάχτυλο να δείχνει Το Πιό Κακομούτσουνο Μωρό του Κόσμου™ το οποίο δεν φαίνεται, μέσα στη φοβερή του ασχήμια, να παίρνει χαμπάρι το τί συμβαίνει πάνω από το καρότσι του) .
- (εκείνη) Να αφήσεις τη μάνα μου έξω από αυτή τη συζήτηση! Και κάλυψε, σε παρακαλώ, αυτό το όνειδος. Ο κόσμος έχει έρθει εδώ για να φάει.

Αντίθετα, η συζήτηση η οποία ελαβε χώρα ανάμεσα στη θεοδώρα και τον θοδωρή και μπροστά στα έκπληκτά μου μάτια, είχε στην πραγματικότητα ως εξής:

-(εκείνος) Είμαι ο πιό περήφανος πατέρας του κόσμου. θεοδώρα, με έχεις κάνει ευτυχισμένο πέρα από κάθε περιγραφή. Το μικρό μας αγγελούδι με κάνει όλο και πιο ολοκληρωμένο άντρα μέρα με τη μέρα, με κάθε του μικρό και μεγάλο επίτευγμα.
- (εκείνη) Θοδωρή, το μωρό μας είναι το δικό μας μικρό αριστουργηματάκι. Αυτά τα ποδαράκια, αυτά τα δαχτυλάκια, αυτό το πανέμορφο (;;;;!!!) προσωπάκι που κοιμάται έτσι αγγελικά, είναι ο καρπός του έρωτά μας. Δεν ήξερα ποτέ ότι ένας άνθρωπος μπορεί να νιώσει τόσο πλήρης όσο εγώ αυτή τη στιγμή.
- (εκείνος) Θεοδώρα, θέλω το συντομότερο δυνατόν να βάλουμε μπρος το επόμενο. Λες να βγεί τόσο όμορφο όσο και αυτός εδώ ο μικρός μας πρίγκηπας;;


Σε αυτό το σημείο απόφάσισα, καθαρά για λόγους αυτοάμυνας, να σταματήσω να ακούω αυτή την απίθανη συζήτηση, και ρούφηξα το κρασί μου αθόρυβα – αλλά αποτελεσματικά, αδειάζοντας το ποτήρι – στρέφοντας το βλέμμα μου στο επόμενο ζευγάρι, το οποίο, άκουγε, μεν, δήθεν όλο ενδιαφέρον και συγκατάβαση τα όσα απίθανα έλεγαν οι γονείς του Πιό Κακομούτσουνου Μωρού του Κόσμου™, στην πραγματικότητα, όμως πίστευαν ότι ο μικρός πρίγκηπας της ασχήμιας έτρωγε την αστρόσκονη των δύο τους κοριτσιών. Αυτό, είχαν, προφανώς μυστικά και πριν ξεκινήσουν από το σπίτι, αποφασίσει να το κάνουν γνωστό διατυμπανίζοντας την υπεροχότητα των θυγατέρων τους σε όποιον είχε την ατυχία να εγκλωβιστεί στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Πιό συγκεκριμένα, άμεσο στόχο τους αποτέλεσα, δυστυχώς, εγώ, η οποία προσπαθούσα, μάταια, να τραβήξω την προσοχή του σερβιτόρου προκειμένου να παραγγείλλω ένα ποτηράκι κρασί ακόμα, το μαγικό χυμό που κάνει όλες τις εφιαλτικές Κυριακές αυτής της ζωής να φαίνονται (αλλά, προφανώς, να μην είναι) ανεκτές. Πριν προλάβω να σιγουρέψω το κρασάκι μου, άκουσα την περήφανη μαμά από δίπλα να μου λέει:


- Ααααχ...οι κόρες μου, οι κόρες μου. Θα έδινα από ένα χέρι και από ένα πόδι για κάθε μία από αυτές, αν χρειαζόταν.
- (προσπάθησα να φανταστώ την εικόνα που θα παρουσίαζε η περήφανη μαμά μετά από αυττη τη συγκινητική της αυτοθυσία και, αναστατωμένη, ρώτησα:) Μα γιατί;
- Τί εννοείτε γιατί; Είστε αφελής; Δεν τις βλέπετε; Είναι δύο θαύματα της φύσης, δύο κομψοτεχνήματα, με ταλέντο στο παζλ και στα πνευματικά παιχνίδια, με απαλά και μυρωδάτα ξανθά μαλάκια και τα γαλανά ματάκια του μπαμπά τους.
- Μα είναι λόγος αυτός για να διαμελιστείτε στα καλά καθούμενα, κυρία μου; (επέμεινα η ανόητη)
- Α, κατάλαβα. Μου απάντησε η περήφανη μαμά σουφρώνοντας τα χείλη και κοιτώντας με παρηγορητικά.
- Τί καταλάβατε; Τί εννοείτε;
- Θέλω να πώ, εσείς μωράκια δεν έχετε...φαίνεται...Τς, τς, τς...Δηλαδή, θα είναι κάπως περίεργα για εσάς, όλοι εμείς σε αυτό το τραπέζι να γνωρίζουμε τί σημαίνει το θαύμα του να είσαι γονιός και να έχεις δημιουργήσει δύο τέλεια πλασματάκια κι εσείς...
- Εγώ πάλι γνωρίζω τί σημαίνει το θαύμα του να είσαι ξύπνιος στις τέσσερεις η ώρα το Σάββατο το πρωί – κάτι που είμαι σίγουρη ότι έχετε πολύ καιρό να κάνετε - και ενώ θα έπρεπε να έχεις πεθάνει από τη βότκα παίρνεις την τελευταία στιγμή την απόφαση να το γυρίσεις σε Μαργαρίτες και όλη η παρέα συμφωνεί και, ναι, πράγματι, πίνετε Μαργαρίτες και το πρωί ξυπνάς και είσαι ακόμα ζωντανός! Δηλαδή αυτό δεν είναι θαύμα;

Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πήρα απάντηση από τους ομοτράπεζούς μου. Με το κεφάλι ψηλά έσπρωξα την καρέκλα μου προς τα πίσω και αρπάζοντας το τσαντάκι μου από τα δόντια του Πιό Κακομούτσουνου Μωρού του Κόσμου™, το οποίο είχε ξυπνήσει από το μεσημεριανό του υπνάκο και βρήκε σκόπιμο να μασουλήσει την γαλάζια μου Λονγκσάμπ για εξάσκηση των τρομακτικών του ούλων, αποχώρησα αξιοπρεπέστατα από αυτό το τραπέζι των δικέφαλων τεράτων.

Πλησίασα το τραπέζι νούμερο δύο, λίγο παραδίπλα, όπου κάθονταν οι γονείς μου, για να αντικρίσω μια όχι πιο ευχάριστη ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου είχε προφανώς προσβάλει θανάσιμα την παραφουσκωμένη κούπ της διπλανής της (η ίδια η μητέρα μου αργότερα, δικαιολογήθηκε υποστηρίζοντας ότι τα τσουλούφια της εν λόγω κουπ έπεφταν διαρκώς στη σαλάτα της και έπρεπε κάτι να κάνει) και η διάθεση στο #2 είχε χαλάσει ανεπανόρθωτα. Ο πατέρας μου με έπιασε από το μπράτσο και μου ψιθύρισε στο αυτί:
- Αυτός ο κουβάς που έχεις παρκάρει εκεί κάτω, πόσα λές να πιάνει στην Αττική Οδό;

Σας πληροφορώ ότι ο Κουβάς, σύσσωμος με τρεις επιβαίνοντες, έπιασε τα 150!









Tuesday, August 28, 2007

Monday, August 13, 2007

ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ ΑΣΤΕΙΑ








Ύστερα από το εκατοστό απειλητικό τηλεφώνημα που δέχτηκα από φανατικό θαυμαστή αυτού του μπλογκ, ο οποίος απειλούσε ότι θα μου σπάσει τα γόνατα αν δεν γράψω κάτι φοβερά πνευματώδες σαν κι αυτά που συνηθίζω, είπα να ανασυγκροτηθώ και να κάτσω μπροστά στον προσέσορα, γιατί η καλή φήμη και οι χιλιάδες θαυμαστές θέλουν τέτοια απαιτητική συντήρηση, όσο και μια φρέσκια κουπ από Κολονακιώτικο κομμωτήριο. Επιπλέον, δεν είναι να αστειεύεσαι με τους φανατικούς θαυμαστές, γιατί δεν ξέρεις ποτέ ποιός είναι ικανός για τί, και εγώ είμαι από τα κορίτσια που αγαπούν να έχουν το νώτα τους καλυμμένα.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι η απουσία μου από τη σελίδα αυτή δεν οφείλεται στο γεγονός ότι παραθέριζα σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου, αλλά στο ότι έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη, μια και όλοι μου οι φίλοι και οι γνωστοί την κοπάνησαν με συνοπτικές διαδικασίες από την πόλη, ενώ εγώ έμεινα να φυλάω τα μετόπισθεν και να πίνω μοναχικά ουζάκια στο μπαλκονάκι μου, διαβάζοντας τον Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας. Μαζί με τα βρωμόσκυλα τους φίλους μου, οι οποίοι λιάζονταν αναίσχυντοι κάτω από τις εκασταχού κοκομπανάνες και αλοίφονταν αμφιμερώς και εκατέρωθεν με τα έτερα ημίσεά τους με λάδια και βούτυρα αντιηλιακά, απολαμβάνοντας το γλυκά βασανιστικό πλαφα – πλούφα της θαλασσίτσας και το χανγκόβερ από τις χθεσινοβραδυνές τεκίλες, αποχώρησε από το κλεινόν άστυ και η χαρά μου για αυτή τη ζωή. Ένιωθα μίζερη, κατεθλιμμένη και ολομόναχη σε αυτό τον κόσμο. Έπρεπε να κάνω κάτι.

Προσπαθώντας να αντιμετωπίσω τη φοβερή θλίψη στην οποία έτσι απροσδόκητα περιήλθα, αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο τη φίλη μου τη Τζένιφερ την Άνιστον, με την οποία είχαμε περάσει ένα θεότρελο καλοκαίρι στην Ανάφη, όταν εγώ ήμουν δευτεροετής στο πανεπιστήμιο κι εκείνη τα είχε μόλις ένα μήνα με τον Μπράντ, όπότε έκαναν ξεχωριστά διακοπές αλλά είχαν στραμπουλίξει τους αντίχειρές τους να στέλνουν φλογισμένα SMS ο ένας στον άλλον κάθε τρεις και δύο. Το Τζενιφεράκι είναι καλό παιδί, αλλά έχει λίγο τάση προς την ατέρμονη γκρίνια, επί παντός επιστητού, χαρακτηριστικό το οποίο της κόστισε στο τέλος και τον Μπράντ (ο οποίος την κοπάνησε με την Ατζελίνα όχι διότι η δεύτερη είναι πιό καλλίπυγος από τη Τζένιφερ, αλλά γιατί με τέσσερα μούλικα μέσα στο σπίτι και το τηλέφωνο να χτυπάει συνεχώς και να είναι κάποιος από τον τρίτο κόσμο που ζητάει βοήθεια ή της προσφέρει το παιδί του για υιοθεσία, απλά δεν έχει χρόνο για κρεβατομουρμούρα) . Σε κάθε περίπτωση, όποτε νιώθω ντάουν, της κάνω πάντα ένα τηλέφωνο της Τζένιφερ, γιατί η επική της μιζέρια με κάνει να νιώθω τρία τέσσερα κλικ καλύτερα. Περιττό να σας πω, βέβαια, ότι μετά το διαζύγιο αλλά και τη χυλόπιτα που έφαγε από τον Βινς Βόν, οι επιδόσεις της στο γκρινιάζειν, έχουν αγγίξει ολυμπιακά επίπεδα.

Το Σάββατο το πρωί, και αφού υπολόγισα τη διαφορά ώρας και θερμοκρασίας που έχει η Ανατολική Αττική με το λος Άτζελες , ελπίζοντας σε ένα τουλάχιστον μισάωρο τηλεφώνημα κλάψας, σχημάτισα όλο ανυπομονησία τον αριθμό της Τζένιφερ, καθώς βολευόμουν στην πολυθρόνα μου στο μπαλκονάκι και άπλωνα τα πόδια πάνω στο κάγκελο. Εκείνο το οποίο δεν υπολόγισα ήταν ότι το Τζενιφεράκι μόλις είχε τελειώσει την ανάγνωση των εβδομαδιαίων ταμπλόιτς, τα οποία, ομοφώνως, έφερναν τα χαρμόσυνα νέα χωρισμού του Μπράντ από την Ατζελίνα.

Το τηλέφωνο κουδούνισε και η – ασυνήθιστα χαρωπή - φωνή της Τζένιφερ ακούστηκε από την άλλη γραμμή.

- Χαλόου!!!!!
- Τζένιφερ! Χάλοου Ντάρλινγκ! Εδώ everydaygeorgia!
- Everydaygeorgia! Ντάρλινγκ! Χρόνια και ζαμάνια! Πώς είσαι; Τί κάνεις; Τί φαναστική χαρά το να ακούω τη φωνή σου!

Αυτή η υποδοχή από μόνη της θα έπρεπε να με έχει προιδεάσει. Συνήθως η Τζένιφερ απαντά στο τηλέφωνο με ένα βραχνιασμένο « Wha??» το οποίο μετά το διαζύγιο έγινε ένα οργισμένο « What the f**?» ενώ όταν ακούει το όνομα του συνομιλητή της μειδιά και αναστενάζει. Ωστόσο, πιστεύοντας πραγματικά πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει έτσι από τη μία μέρα στην άλλη, αδιαφόρησα για τον αλλόκοτο χαιρετισμό της και είπα να προετοιμάσω το έδαφος γαι λίγη γκουντ ολντ φάσιοντ κλάψα.

- Τζένιφέρ μου, δεν είμαι και πολύ καλά. Όλοι έχουν φύγει από την Αθήνα, εγώ, όπως ξέρεις, φέτος δεν έχω άδεια, κάνει ζέστη, άνθρωπο δεν έχω να πώ μια χαζομάρα να περάσει η ώ...
- Εγώ πάλι νιώθω ΓΑΜΑΤΑ! άκουσα τη βασίλισσα της μιζέριας να αναφωνεί, από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, αφήνοντάς με έκπληκτη.
- Έλα, τώρα, Τζενιφεράκι μου, που νιώθεις και γαμάτα, σκέψου το λίγο καλύτερα. Δεν νιώθεις καθόλου θλίψη για όσα έχεις τραβήξει τον τελευταίο χρόνο; Θέλω να πώ, από τη μία ο χωρισμός σου με τον Βινς κι ύστερα ο Μπραντ πήγε και έκανε και το μούλικο με την Ατζελίνα...
- Χού κέιρςςςς ντάρλιγκ;;;!! (σε αυτό το σημείο κατέβασα θορυβημένη τα πόδια από το κάγκελο και προσπάθησα να παρατηρήσω τον τόνο της φωνής της Τζένιφερ. Με δούλευε, ή είχε πάλι καπνίσει τη μαριχουάνα του Λατίνου κηπουρού;)
- Τζένιφέρ μου, πίστεψέ με, κανείς πραγματικά δεν χαίρεται πιο πολύ από εμένα που σε ακούω έτσι χαρούμενη επιτέλους, αλλά σε τί οφείλεται αυτή σου η αλλαγή διάθεσης; Θέλω να πω, μέχρι και την τελευταία φορά που μιλήσαμε ήθελες να κόψεις τις φλέβες σου ένεκα ο αποτυχημένος γάμος , που με τη μαμά σου είστε μονίμως στα μαχαίρια, που ο χρόνος κυλά και είναι ο χειρότερος εχθρός της επιδερμίδας, που τα «Φιλαράκια» είναι σόου γιέστερντει, και σήμερα ξαφνικά....
- Μα σήμερα, ντάρλινγκ, ο ήλιος ανατέλει πιο λαμπερός, και όλα τα πουλάκια κελαηδούνε για μένα! Είναι επίσημο, πλέον, δεν διάβασες το Πίπολ του σαββάτου; Ο Μπραντ και η Κακιασμένη Μάγισσα ΧΩΡΙΖΟΥΝ!!! Και ΑΥΤΗ θέλει και την κηδεμονία όλων των μυξιάρικων, που σημαίνει ότι ΑΥΤΟΣ θα γυρίσει πίσω στην αγκαλιά μου χωρίς καμμία απολύτως υποχρέωση!!! Αγάπη μου, σου λέω, έχω αυτή τη στιγμή στην άλλη γραμμή το καλύτερο κέιτερινγκ του Χόλυγουντ και ετοιμάζω ένα πάρτυ που θα μείνει στα χρονικά. Όλοι οι καλεσμένοι θα φοράνει καπελάκια που θα γράφουν «Ατζελίνα, πάρε τα αρ***** μου» και μπλουζάκια που θα φέρουν τη φωτογραφία της με ζωγραφισμένα μουστάκια και φρύδια παχιά σαν τη Μαρία την Άσχημη. Θα είναι ΤΕΛΕΙΑ!!!!Θα έρθεις;;;

Μουρμούρισα όπως όπως μία δικαιολογία για το ότι έπρεπε να το σκεφτώ και θα τελείωνε η χρονοκάρτα μου και έπρεπε να κλείσω και βάρεσα το ακουστικό στη βάση του όλο νεύρα. Η ευτυχία της πιο μίζερης γκόμενας του Χόλυγουντ με είχε κάνει πραγματικά έξαλλη. Τα αυτιά μου είχαν κοκκινήσει από την οργή μου και η πίεσή μου είχε ανέβει σε υψηλά για την εποχή επίπεδα. Αποφάσισα πως αυτή ήταν μια σωστή στιγμή να πάρω τον αγαπημένο μου τηλέφωνο, ο οποίος, μουσικός ων, ευρίσκετο σε κοσμικό Κυκλαδονήσι, περίφημο για τα ηλιοβασιλέματά του, για συναυλίες μαζί με την μπάντα του, εδώ και πολλές ημέρες. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν από νεύρα καθώς σχημάτισα τον αριθμό του κινητού του. Να σας πω εδώ ότι δεν μπήκα καν στον κόπο να κοιτάξω το ρολόι μου, που έδειχνε δέκα το πρωί, πράγμα που για έναν μουσικό που είχε λάιβ το προηγούμενο βράδυ ισοδυναμεί με το να ξυπνήσεις τη γιαγιά σου από το αυγουστιάτικο μεσημεριανό ραχάτι. Ωστόσο, έπρεπε, επιτέλους, να κάνουμε μια συζήτηση για την αγάπη μας εγώ και αυτός.

Για άλλη μία φορά άκουσα το ντριν ντριν στο αυτί μου, και μια νυσταγμένη φωνή απάντησε:
- Μουφχουμφχ...’μπρος;;;
- Εγώ. Η φωνή μου ήταν ψυχρή και σταθερή, ωστόσο, αν δεν ήταν τόσο κοιμισμένος θα ήταν σε θέση να προβλέψει τη συμφορά που θα ακολουθούσε σε λίγο.
- Μμμμμμ... τί ώρα είναι ρε σύ...πώπώ νύστα...μμμμμ....όλα καλά; Αυτή η αθώα ερώτηση ξύπνησε το τέρας, που πήρε μπρος πάραυτα.
- Καλά. Τί κάνεις. Καλά είσαι, φαντάζομαι. Κι εγώ καλά θα ήμουν, αν βρισκόμουν σε γνωστό για το ηλιοβασίλεμά του κυκλαδονήσι, έπαιζα την κιθαρούλα μου όλη τη νύχτα ώς το πρωί, τριγυρισμένη από φορτισμένους ερωτικά τουρίστες μόνο με το μαγιώ τους και ποτισμένους με μπύρα και τεκίλες, πρόθυμους να ξεχάσουν για ένα βράδυ το όποιο σύστημα αξιών και ηθικής διαθέτουν στο κρύο βορρά όπου ζούνε τη μίζερη ζωούλα τους, με μόνη παρηγόριά τις δύο αυτές εβδομάδες που έρχονται στην ελλαδίτσα για να ξεσαλλώσουν χορεύοντας ρέγκε όλη νύχτα και γλυκοκοιτάζοντας τα μέλη της μπάντας πεταρίζοντας βλεφαρίδες και πισινούς, εάν κοιμόμουν κάθε μέρα έως τις δύο και ύστερα σηκωνόμουν μόνο και μόνο για να πέσω στα σμαραγδένια νερά της θάλασσας και μετά άραζα και στην παραλία μέχρι το απόγευμα όπου θα έσερνα το κορμί μου έως το παραπλήσιο ταβερνάκι για να φάω φρέσκο ψαράκι και να σε πάρω τηλέφωνο μετά το τρίτο κατρούτσο και να σε ρωτήσω όλο γλύκα «ΈΛΑ ΜΩΡΟ, ΠΩΣ ΠΗΓΕ Η ΔΟΥΛΙΤΣΑ ΣΗΜΕΡΑ;;;;;;;;»!!!!!!!!!!
- ε;;
- Α!!!!!!Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε κιόλας! Καλάάάάάάάά!! Για ξύπνα ολόκληρος και τα λέμε μετά!!

Και το έκλεισα. Τέτοιος τύπος είμαι εγώ. Μερικές φορές αγαπώ και να προκαλώ την τύχη μου. Περιττό να πώ, ότι αυτή η μικρή συζήτηση δεν προώθησε ελάχιστα το κέφι μου. Το τελευταίο τηλέφωνο που έκανα ήταν στη Ράνια, η οποία έκανε ελεύθερο κάμπινγκ στην Αρούμπα, ένα νησί αντικειμενικά μακρυά από την Ανατολική Αττική, αλλά είμαι της γνώμης ότι καμμιά φορά ο άνθρωπος πρέπει να παίρνει άρον άρον τα πλοία της επιστροφής, για να αποδεικνύει στους φίλους του πόσο τους εκτιμά.

Η καλή μου Ράνια σήκωσε το τηλέφωνο αμέσως μετά το πρώτο χτύπημα ενώ στο αυτί μου εισέβαλαν εξωτικοί ήχοι από Λάτιν μουσική. Σούφρωσα τα χείλη αποδοκιμαστικά (τα ξέφρενα λάτιν πάρτυ στις παραλίες της Αρούμπα, όπου τα κοκτέηλ με ρούμι και καρύδα ρέουν άφθονα και τα ήθη των ανθρώπων είναι πιο χαλαρά και από τον μπαμπά της Τζούλιας Αλεξανδράτου δεν προωθούν ελάχιστα το κέφι μου, όταν δεν είμαι τμήμα τους).

- ΝΑΙ;;;; ακούστηκε η φωνή της Ράνιας κάτω από τους ξέφρενους ήχους του φαγωμένου από τη θαλασσινή άμμο ηχείου.
- Εγώ είμαι. Η αυστηρότητα και η ζοχάδα στον τόνο της φωνής μου δεν της άφησε και πολλά περιθώρια να αμφιβάλει για το ποιός ήταν ο «εγώ».
- ΕΛΑ ΡΕ ΣΥ!!!ΠΩΣ ΠΕΡΝΑΣ;;;ΕΔΩ Η ΑΡΟΥΜΠΑ ΓΑΜΑΕΙ!!!!!
- Ναι, δυστυχώς, όμως, θα πρέπει να γυρίσεις πίσω γιατί προέκυψε κάτι έκτακτο και θα χωρίσω, και πρέπει να έρθεις να μου συμπαρασταθείς ως καλή φίλη που είσαι. Τί ώρα να σε περιμένω απ΄το σπίτι;
- Τί λες;; Δεν ακούω καλά ρε γαμώτο, κάτι για χωρισμούς. Χουάν, μανάρι μου, σταμάτα να πασπατεύεις τη γιρλάντα μου, δύο λεπτάκια μόνο να ακούσω τι μου λέει η σενιορίτα everydaygeorgia. Έτσι μπράβο, μωρό μου.
- Λοιπόν. Δεν μπορώ να χρεώνομαι άλλο. Περιμένω να με πάρεις όταν φτάσεις στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Θα κάτσουμε στο δικό σου μπαλκονάκι, γιατί το δικό μου το σιχάθηκα πιά, θα πίνουμε ουίσκι όλη νύχτα, θα ακούμε Led Zeppelin και θα κλαίμε. Κάνε μου μια αναπάντητη όταν βγει η βαλίτσα σου για να ξεκινήσω κι εγώ από το σπίτι. Γειά.

Έκλεισα για τρίτη φορά το τηλέφωνο, νιώθοντας, ομολογουμένως κάπως καλύτερα. Ξανανέβασα τα πόδια στο κάγκελο του μπαλκονιού, φόρεσα τα φανταστικά μοδάτα μου γυαλιά ηλίου και βουλιάζοντας στην καρέκλα μου κοίταξα το Νότιο Ευβοικό που απλωνόταν, ζεστός και ατάραχος μπροστά από το σπίτι μου. Σύντομα δεν θα ήμουν μόνη. Μία τους θα γύρναγε πίσω, θα με έκανε παρέα, και θα ένιωθε αναμφίβολα και αυτή, άμεσα, τόσο σκατά όσο εγώ. Ρούφηξα το χυμό ρόδι με αντιοξειδωτικές ιδιότητες που πάγωνε δίπλα μου σε ένα ψηλό ποτήρι γεμάτο παγάκια και χαμογέλασα στον εαυτό μου. Ένιωθα ήδη τη φριχτή κατάθλιψη που αναγκάστηκα να βιώσω, να με αποχαιρετά, όπως η Ράνια έναν δακρυσμένο Χουάν στο αεροδρόμιο της Αρούμπα.

Λίγες ώρες αργότερα, από το θάλαμο τράνσιτ του αεροδρομίου της Τζαμάικα όπου κάπνιζε απανωτά τσιγάρα περιμένοντας την πτήση της για Αθήνα, η πιστή μου φίλη με πήρε τηλέφωνο για να μου υπενθυμισει ότι δεν είχε στη δισκοθήκη της καθόλου Led Zeppelin και ότι θα έπρεπε να φέρω εγώ κανένα σιντάκι. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα, είχα ήδη αντιμετωπίσει χειρότερα εκείνη την εβδομάδα. Της είπα ότι θα το κανονίσω. Σκέφτηκα να πάρω και το Τζενιφεράκι τηλέφωνο, μήπως πέρναγε κι εκείνη από τα Βριλήσσια και το μπαλκονάκι της Ράνιας για μια γερή δόση κλάμματος, κοριτσίστικης μιζέριας, ουίσκι και παλιού καλού ροκ.


Ήμουν σίγουρη ότι η αφύσικη ευφορία θα της είχε ήδη περάσει.


Tuesday, July 10, 2007

ΤΟ ΡΙΓΙΟΥΝΙΟΝ





Λίγο οι πανελλήνιες για δεύτερη χρονιά, λίγο το πανεπιστήμιο, λίγο οι Αυστρίες και η επεισοδιακή επιστροφή εξ αυτών, λίγο το κρασί, λίγο η θάλασσα, λίγο το αγόρι μου, τα χρόνια κουτσοπέρασαν , ήθελα δεν ήθελα έγινα κατά τι σοφότερη (!) και επειδή ου γαρ έρχεται μόνον, ήρθε την Παρασκευή που μας πέρασε και η ώρα για το Ριγιούνιον παλιών συμμαθητών για τον εορτασμό των δέκα χρόνων από την αποφοίτηση εκ του Λυκείου. Εφ’ ω, λοιπόν, και μαζευτήκαμε οι παλαιοί συμμαθητές στο αίθριο του παλαιού μας σχολείου – πίσω από τα γήπεδα του τένις και δίπλα από την πισίνα – με σκοπό να συγκινηθούμε όσο δεν παίρνει.
Όπως θα καταλάβατε από το υπονοούμενο για το τένις και την πισίνα, το σχολείο στο οποίο πήγα δεν ήταν δημόσιο. Είμαι πραγματικά σίγουρη ότι θα έρθει εκείνη η μέρα που το ελληνικό δημόσιο θα δώσει πραγματικά την προσοχή και τα κονδύλια που αξίζουν στην παιδεία του Γένους, και θα χτίσει σχολεία – υπερπαραγωγές, με εγκαταστάσεις που θα τις ζηλεύουν όλοι οι πλούσιοι και διάσημοι, αλλά μέχρι να γυρίσει η υδρόγειος τ΄ ανάσκελο, ο λευκός κύκνος να τραγουδήσει το τραγούδι της παρθένας νεράιδας και να λυθούν τα μάγια που δένουν τα ταμία του κράτους, όποτε ακούτε τις λέξεις «τένις» και «πισίνα» δεν θα πηγαίνει ο νους σας στο Α΄ Λύκειο Κυψέλης. Τέλος πάντων, το ιδιωτικό σχολείο στο οποίο πήγα δεν το διάλεξα εγώ, που άλλωστε ήμουν μόλις 11 χρόνων όταν με έβαλαν να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά οι γονείς μου, οι οποίοι είχαν πολλά και τρομερά όνειρα και φιλοδοξίες για εμένα και τώρα τραβάνε τα μαλλιά τους, μια και τους έχω απογοητεύσει πλήρως, αλλά το κεφάλαιο γονείς βγάζει γέλιο από μόνο του, οπότε δεν χρειάζεται να το μπλέκουμε εδώ, όπου πάμε να γελάσουμε εις βάρος των παλιών μου συμμαθητών. Δεν θα σας πω ποιο ήταν αυτό το σχολείο, αλλά ο κόσμος είναι πολύ μικρός κτλ, κτλ, οπότε όλο και κάποιον γνωστό γνωστού θα έχετε, ρωτήστε να μάθετε ποιο ιδιωτικό αμερικανίζον σχολείο έκανε ριγιούνιον την προηγούμενη Παρασκευή και θα το βρείτε για πλάκα. Μετά θα δημοσιεύσετε το όνομα και θα την πληρώσω εγώ, βεβαίως, που θα έχω δώσει στεγνά όλους αυτούς τους ανεκδιήγητους τύπους που έσκασαν μύτη την Παρασκευή και σιγά μην με καλέσουν στο επόμενο, που θα γίνει σε άλλα δέκα χρόνια. Αλλά επειδή μέχρι τότε παίζει να έχω και παιδιά, ενδεχομένως θα με απαλλάξετε από τα έξοδα της μπέιμπι σίτερ και από τον κίνδυνο να μου ξεγελάσει η πάσα τυχούσα ω περ τον άντρα που θα έχει μείνει μόνος μαζί της στο σπίτι. Αλλά, βεβαίως, προτρέχω.

Η βρώμα για το ριγιούνιον είχε αρχίσει να κυκλοφορεί ήδη εδώ και κανένα τρίμηνο μέσω μέιλ και ράδιο – αρβύλας στους κύκλους των εκ δεκαετίας αποφοίτων. Στη συνέχεια, κάπου στην αρχή του καλοκαιριού, εστάλη και ένα επίσημο μέιλ από τη διοργανώτρια του χάπενινγκ με την οριστική ημερομηνία της μάζωξης, και τη συμβουλή να έχουμε πάει όλοι κομμωτήριο πριν – προφανώς οι τύποι δεν ήθελαν αστυλιζάριστους στη γιορτή τους. Είχα, πραγματικά, κάθε σκοπό να καταφθάσω θεά σε αυτό το ιβέντ και να τους θαμπώσω όλους με τα επιτεύγματά μου και το απαστράπτον παρουσιαστικό μου, ωστόσο ο ανάδρομος Ερμής , ο οποίος έχει ενσκήψει επί του οίκου μου τον τελευταίο καιρό είχε άλλα σχέδια. Μία εβδομάδα πριν το μέγα γεγονός, ένας υπέργηρος πρώην καπετάνιος του Ε.Ν. πήγε και έπεσε πάνω στο κλιουδάκι μου κάνοντάς το ροδέλες, φροντίζοντας να εμφανιστώ στο σχολείο ακριβώς όπως δέκα χρόνια πριν: με το λεωφορείο. Το γεγονός δε ότι όλη την ημέρα στο γραφείο επικρατούσε νομικός πανικός, με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να γυρίσω σπίτι για να σουλουπωθώ και να αλλάξω με οδήγησε τρία τέταρτα πριν από την έναρξη του πάρτυ του εντ ολ πάρτιζζζ στη Ζάρα της Σκουφά, ως τρελή να αναζητώ εκείνο το φορεματάκι που θα έλεγε στους πρώην συμμαθητάς μου: «Κοιτάξτε με. Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, όχι μόνο δεν έχασα το στυλ και τη νεανικότητά μου, αλλά κατάφερα να προσθέσω σε αυτά ωριμότητα, σοφία, επαγγελματική επιτυχία και κοσμοπολίτικο αέρα. » Λοιπόν, τέτοιο φορεματάκι στη Ζάρα δεν έχει. Δεν ξέρω αν έπρεπε να έχω ψάξει και στη Μπένετον ή αν πράγματι πουλούσαν κάτι τέτοιο στη Ζάρα παλιά αλλά είχαν μόλις δώσει το τελευταίο κομμάτι, εγώ αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι πήγα φορώντας τα ρουχαλάκια που έσερνα επάνω μου ολημερίς, από δικαστήριο σε υποθηκοφυλακείο. Είχα, βέβαια, πάει κομμωτήριο, αυτό, ωστόσο, το οποίο γενικότερα χρειαζόμουν, μία μόλις ώρα πριν το μεγάλο τσαφ, ήταν αυτό που ο μπαμπάς μου αποκαλεί γενική επισκευή και πέταμα.

Μια και δυό λοιπόν, έχοντας κάνει την καλύτερη δυνατή προσπάθεια ρετουσαρίσματος και ανασυγκρότησης, ανηφόρισα το δρόμο που επί έξι ολόκληρα χρόνια ανηφόριζα καθημερινώς (ήμουν από τους μη προνομιούχους ανάμεσα στους προνομιούχους τους οποίους έκαναν fly in από τη Γλυφάδα και την Άνοιξη με πούλμαν και πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια ή με το ασθμαίνον λεωφορείο της γραμμής, καθότι έμενα στη γειτονιά) και χαιρέτισα το φρουρό λέγοντάς του ότι έχω έρθει για το ριγιούνιον. Αυτός έριξε μια ματιά από την κορφή των γυαλιστερών και κομμωτηριομένων μαλλιών μου, έως τα χιλιοπατημένα μου σανδάλια και τα μη – πεντικιουρισμένα μου πόδια, την ταλαίπωρη μπορντό δερμάτινη τσάντα χαρτοφύλακα, χασκογέλασε, δεν με πίστεψε, αλλά μάλλον με λυπήθηκε και είπε να με αφήσει να περάσω μια και προφανώς είχα έρθει για να συλήσω τον μπουφέ των προνομιούχων.

Ανεβαίνοντας το διάδρομο προς το αίθριο (σιγά μην χρησιμοποιούσαμε τη λέξη «προαύλιο» σε αυτό το σχολείο, στο οποίο την κάθε ώρα τη λέγαμε «περίοδο» - βλ. πρώτη περίοδος λογοτεχνία, δεύτερη περίοδος εμείς και το σκουός – και στο οποίο των Ευχαριστιών είχαμε κανονική αργία!) άρχισα αντανακλαστικά και πραγματικά, σα να μην είχε περάσει μια μέρα, να αναρωτιέμαι εάν θυμήθηκα να πάρω μαζί μου το τετράδιο της χημείας και αν στριμμένος θα μας έβαζε ωριαίο άλγεβρα. Τσίμπησα τον εαυτό μου, προκειμένου να επανέλθει στην πραγματικότητα, και άρχισα να επαναλαμβάνω από μέσα μου (νομίζω) τη φράση «am grown up, emancipated person in my own right, not schoolgirl», κατά το πρότυπο της μεγάλης δασκάλας Μπρίτζετ Τζοουνς. Φτάνοντας στην είσοδο του αίθριου έπεσα επάνω σε έναν καραφλό τύπο με τρελή μπυροκοιλιά, που μου χαμογελούσε σαν να του έφερνα τα κέρδη της ημέρας από τις μετοχές του Γκούγκλ.

Έκανα την κλασσική κίνηση, ελέγχοντας πίσω από τον ώμο μου, μπας και χαμογελούσε σε κάποιον άλλο, και όταν διαπίστωσα ότι πίσω μου υπήρχε μόνο το χάος, γύρισα το βλέμμα μου πάλι σε αυτόν, του άστραψα ένα από τα πιο βιασμένα και φέικ χαμόγελα που γίνεται, και, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα ποιος είναι, τον άκουσα να ουρλιάζει με ενθουσιασμό:
- ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΕΕΕΕΕΕΕΥΩ!!! ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ ΣΥ!!!!!!;;;

Ο μπυροκοιλιάς άνοιξε τα χοντρά του μπράτσα και πριν το καταλάβω με είχε γραπώσει και με αγκάλιαζε. Μέσα από τα αναφιλητά του (και ενώ τα δάκρυα συγκίνησής του κατέστρεφαν το μόνο όμορφο πράγμα επάνω μου, τα μαλλιά μου) κατάφερα να ακούσω το – πραγματικό – όνομά μου, όπερ και σήμαινε ότι ο μπουλούκος κι εγώ κάποτε γνωριζόμασταν . Καταφέρνοντας με κόπο να ξεφύγω από το φοβερό του αγκάλιασμα αποστασιοποιήθηκα για μισό μέτρο και του έριξα μία ερευνητική ματιά (προσπαθώντας, ωστόσο, να την συγκαλύψω, για να μη πάρει χαμπάρι ο τυπάς ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα ποιος είναι). Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει, δεν έβγαζα απολύτως καμία άκρη, ο τύπος θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, ξεκινώντας από τον Μπαντ Σπένσερ και τελειώνοντας στον Θεόδωρο Πάγκαλο, όταν αποφάσισα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά όλο το βράδυ, να προσποιούμαι δηλαδή ότι ξέρω κόσμο και να ζω μέσα στην υποκρισία μέχρι να έρθει η ώρα να πάρω το τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι μου , οπότε αποφάσισα να επιτεθώ με το πιο δυνατό μου όπλο, τη γνωστή μου ειλικρίνεια:
- Σοβαρά τώρα, ποιος είσαι;

Του μπυροκοιλιά του στοίχισε πάρα πολύ αυτή μου η άγνοια. Μου έριξε ένα σιχαμερό βλέμμα απέχθειας, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε, ανοίγοντάς μου το οπτικό πεδίο στο υπόλοιπο αίθριο. Μπρος μου απλώνονταν αμέτρητες παρεούλες παλαιών συμμαθητών, αναγνωρίσιμων και μη, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους ποτήρια του μαρτίνι με ένα ροζουλί υγρό μέσα τους, συζητούσαν συγκριτικά για τα πανεπιστήμια Αγγλίας και Αμερικής και άστραφταν ο ένας στον άλλο προνομιούχα χαμόγελα. Είχα ξαναπέσει, με τη θέλησή μου αυτή τη φορά, στο λάκο με τα φίδια.

(συνεχίζεται)

Friday, June 29, 2007

-Τα’ μάθες;
- Τι;;
- Φοβερά νέα. Δεν θα το πιστέψεις. Κάποιος τράκαρε την everydaygeorgia και της έκανε το κλιουδάκι καλοκαιρινό.
- Όχι πάλι το κλιουδάκι!!
- Κι όμως.
- Μα αφού λένε ότι ο κεραυνός δεν χτυπάει ποτέ δύο φορές στο ίδιο σημείο.
- Καλά λένε. Εδώ δεν μιλάμε για δύο φορές. Μιλάμε για εκατόν δύο.
- Όντως. Και τώρα;
- Τώρα σκέφτεται να αγοράσει εκείνο το παπί σκυλί που διαφημίζουν, μπας και της αλλάξει το γούρι. Ή ένα αυτοκίνητο τύπου μπατ – μομπίλ προκειμένου να τρομάζει τους κάφρους και να μένουν μακρυά της.
- Θα πρέπει να αγοράσει και την αντίστοιχη στολή.
- Κάτι έχει βρει.
- Και μάσκα για να μην την γνωρίζουν…
- Θα χρειαστεί και έναν μπάτλερ τύπου ‘Αλφρεντ.
- Και ένα κόκκινο τηλέφωνο για να την ειδοποιούν όταν χρειάζεται η παρέμβασή της.
- Έχει προϋπολογισμό η όλη ιστορία.
- Εμ, βέβαια. Αλλά αξίζει.
- Σαφώς, σαφώς.
- Πάντως πρέπει να δει τι θα κάνει το κορίτσι. Δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι αυτή η ιστορία.