Την Κυριακή που μας πέρασε ήταν τα βαφτίσια ενός μωρού. Το μωρό αυτό έχει την τύχη να έχει γεννηθεί με μάνα μια κοπελίτσα η οποία, κατά φριχτή συγκυρία, αναγκαζόταν από την τρυφερή ηλικία των δεκαπέντε και για αρκετά χρόνια να με κάνει παρέα (παρά το γεγονός ότι εγώ ήμουν μόλις εφτά τότε και, εκ των πραγμάτων, αντιπαθής και τρομερά βαρετή για εκείνη) ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια επανειλημμένων καλοκαιρινών διακοπών και κάθε φορά που οι κύριοι γονείς μας - οι οποίοι ήσαν κολλητοί αναμετάξυ τους - είχαν τη φαεινή να μας σύρουν μαζί τους στις εκδρομούλες που οργάνωναν. Το γεγονός, λοιπόν, ότι εγώ και η δόλια αυτή κοπελίτσα, αιώνια χωρισμένες από το χάσμα των ηλικιών που φαντάζει στα εφτα με δεκαπέντε πιο τεράστιο και από την διαφορά που έχει ο Χιου Χέφνερ από τα κουνελάκια του, έχουμε περάσει ατελείωτες βασανιστικές ώρες σε αμμουδιές και μπαλκόνια ξενοδοχείων και δίπλα δίπλα σε ψάθινες καρέκλες ταβερνείων, να προσπαθούμε να βρούμε ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ θέμα συζήτησης το οποίο να προκαλεί έστω και το ελάχιστο κοινό ενδιαφέρον και των δύο μας, την ώρα που οι γονείς μας περνούσαν γαμάτα, μας έδεσε για πάντα με δεσμούς οδύνης και αγωνίας και μας έδωσε τον αδιαφιλονίκητο και ισχυρότατο τίτλο των «Παιδικών Φίλων». Όπερ και βρέθηκα κι εγώ καλεσμένη στα εν λόγω βαφτίσια.
Γενικά έχω ένα Θέμα με τις εκκλησίες. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το Θέμα που έχω με τον πολύ κόσμο, τις παραδοσιακές κοινωνικές εκδηλώσεις, τα σόγια (δικά μου και των άλλων) και το πρωινό ξύπνημα την Κυριακή όταν έχω περάσει το σαββατόβραδό μου να πίνω βοτκίτσες έως πολύύύύ αργά και τέλος, αυτό των σαράντα βαθμών υπό σκιάν, τότε μαζεύονται πολλά Θέματα μαζί, και αυτό που πρέπει να γίνει είναι να πάω στον Υψηλό Προΐστάμενο επί Γενικότερων Θεμάτων Διαχείρισης Οικογενειακών Καταστροφών, ήτοι την μαμά μου, και να θέσω κάποια από αυτά επί τάπητος. Το πρώτο μου λάθος ήταν ότι αποφάσισα να ανοίξω τα χαρτιά μου πολύ αργά, δηλαδή, όταν είχαν ήδη όλοι ντυθεί και στολιστεί και με περίμεναν να κατέβω από τον πύργο μου και να τους πάω με το κλιουδάκι στο πανηγύρι. Προφανώς έπρεπε να είχα αρχίσει να μεθοδεύω την Αντίπραξη ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά αν κάποιος τύπος είναι αναβλητικός, τότε αυτός είμαι εγώ. Σύρθηκα από το κρεβάτι στις εννέα η ώρα το πρωί της Κυριακής και έβαλα μπρος το – καταδικασμένο – σχέδιό μου.
Ήδη με τις πρώτες κουβέντες που ξεστόμισα ενώπιον της Επιτροπής Γενικότερων Θεμάτων Διαχείρισης Οικογενειακών Καταστροφών φορώντας ακόμα το σεντόνι μου για χλαμύδα, ξυπόλυτη και με την σοφία οχτώ ποτηριών βότκας εμφανώς χαραγμένη κάτω από τα μάτια μου, έγινε σαφές ότι το αίτημά μου θα απορριφθεί και μάλιστα πριν καν εξεταστεί στην ουσία του, μόνο και μόνο επειδή δεν είχα το σεβασμό να βάλω τη γραβάτα μου πριν εμφανιστώ στην ακροαματική διαδικασία. Απελπισμένες προσπάθειες να ψελίσσω δικαιολογίες τύπου «μιά Κυριακή μου μένει κι εμένα...δουλεύω όλη βδομάδα... τί σχέση έχω εγώ με τη μάνα του μωρού που βαφτίζεται...τελευταία ουσιώδης συζήτηση ήταν αν Ριτζ ή Θορν πιό όμορφος...σας ικετεύω...» έγιναν δεκτές με σουφρωμένα χείλια, «τς τς, τς, τς, τς», στεναχωρημένα κουνήματα του κεφαλιού πέρα δώθε και, τέλος, σαφείς απειλές για αποκλήρωση. Ντύθηκα όπως όπως, έβαλα πολύ μέικ απ στα μάτια και φόρτωσα την οικογένειά μου στο κλιουδάκι, παίρνοντας το δρόμο για ένα από τους διάφορους Οίκους που διατηρεί ο Κύριος στο λεκανοπέδιο Αττικής.
Η τελετή αυτή καθεαυτή ήταν φτωχή σε ενδιαφέρον, άρα άσκοπο να προχωρήσω σε περιγραφή της, με εξαίρεση ίσως το γεγονός ότι ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι εντός του Οίκου του Κυρίου λυώναμε από τη ζέστη και θα δίναμε το δεξί μας χέρι για να μας πάρει κάποιος και να μας βουτήξει σε μία γούρνα με δροσερό νερό, το σκασμένο είχε πλαντάξει στο κλάμα και διαμαρτυρόταν με όλη τη δύναμη των τάινι – πνευμονιών του, γεγονός που κατά τη γνώμη μου, προμηνύει ότι θα μεγαλώσει για να γίνει ένας από αυτούς τους άντρες που δεν είναι ποτέ και με τίποτα ικανοποιημένοι ακόμα και αν πας και κόψεις το κεφάλι σου για πάρτη τους. Να σημειώσω εδώ, ότι το μωρό ήταν αρσενικό (όπως θα καταλάβατε, οι πιό γρήγοροι από εσάς) και ότι του δώσαμε ένα όνομα πολύ συνηθισμένο στην όμορφή μας χώρα, το οποίο, όμως, δεν είναι ούτε Γιάννης, ούτε Κώστας ούτε Νίκος.
Μόλις η βάφτιση τελείωσε και παραλάβαμε τα αναμνηστικά μας δωράκια (τα οποία, οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν ΓΑΜΑΤΑ – επρόκειτο για μινιατούρες καραβάκια και τρενάκια και αεροπλανάκια, και ένεκα η παλιά μου φιλία με τη μαμά του νεοφώτιστου, δεν ντράπηκα να πάρω περισσότερα από ένα) αποχωρήσαμε από τον Οίκο του Κυρίου, την έξοδο από τον οποίο είχε μπλοκάρει η τεραστίων διαστάσεων πεθερά της μαμάς του μωρού (ή αλλιώς, γιαγιά του) η οποία, συγκλονισμένη από την καλή τύχη του γιού της, να βρει μια νύφη της προκοπής (και να κάνει και το διάδοχο !) εκσφενδόνιζε ευχές δεξιά και αριστερά σε όποια ανύπαντρη κοπέλα πέρναγε από μπροστά της, σαν τον Σέβερους Σνέιπ στο τετράπαχό του με δόντια ιπποπόταμου. Εμένα μου πέρασε μία ξυστά έξω από τον κρόταφο. Προς στιγμήν αναθάρρησα, την ώρα που νόμιζα, όμως, ότι είχα ξεφύγει από το κακό, με πέτυχε η επόμενη κατευθείαν στο δόξα πατρί. «ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ!!».
Η απάντησή μου ήταν απόρροια της απάνθρωπης ζέστης και ενδεχομένως και των αναθυμιάσεων από την χθεσινοβραδυνή βότκα:
«Ευχαριστώ, πολύ» είπα στη χοντρή αδερφή του Σέβερους «αλλά εμένα με έχουν ήδη βαφτίσει».
Το σοκ του ιπποπόταμου ήταν τόσο μεγάλο που δυό τρεις αδέσμευτες μεγαλοκοπέλες μετά από εμένα στη σειρά κατάφεραν να ξεφύγουν αλώβητες πριν ξαναρχίσουν τα πυρά.
Ωστόσο, το μυστήριο δεν είχε τελειώσει. Έμενε ακόμα το Τραπέζι.
Το Τραπέζι γινόταν σε ένα εστιατόριο. Το εστιατόριο ήταν κοντά στη θαλασσίτσα, πάνω σε ένα μπαλκονάκι με θέα τις βαρκούλες οι οποίες κουνιόσαντε ειρωνικότατα πέρα δώθε πάνω στα ασημί – γαλάζια νερά του λιμανιού και έμοιαζαν να με κοροΐδεύουν με την ανέμελη ελευθερία τους, την ώρα που εγώ ήμουν παγιδευμένη στην Κοινωνική Συνεστίαση από την Κόλαση. Έδωσα το όνομά μου στον μέτρ (ή, τέλος πάντων, σε έναν τύπο που καθόταν στην είσοδο κρατώντας ένα ντοσιέ με ονόματα και είχε ένα πολύ σπουδαίο και ψαρωτικό ύφος) και ευχήθηκα να μην με έχουν βάλει στο ίδιο τραπέζι με τους γονείς μου, οι οποίοι είναι από τους τύπους που δεν χρειάζεται να γνωρίζουν καν το όνομα του διπλανού τους, προκειμένου να σχολιάσουν το κούρεμά του επικριτικά ή να πουν σόκινγκ ανέκδοτα . Δεν ήξερα η ανόητη ότι η πραγματοποίηση της ευχής μου αυτής θα γινόταν ο – ακόμα – χειρότερος εφιάλτης που θα ολοκλήρωνε την Κυριακάτικη καταστροφή. Πλησίασα το τραπέζι νούμερο τέσσερα και – ω, φρίκη – είδα έξι ζευγάρια μάτια να πέφτουν επάνω μου, εμφανώς απορημένα. Μία δεύτερη πιο προσεκτική ματιά, την ώρα που στριμωχνόμουν στην μοναχική μου καρέκλα, με διαβεβαίωσε ότι τα ματιά που με κοίταγαν στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερα. Κοίταξα έντρομη ολόγυρά μου στο στρογγυλό τραπέζι.
Έχετε δει εκείνη την κλασσική σκηνή του «Ημερολογίου της Μπρίτζετ Τζόουνς», όπου η Μπρίτζετ μπαίνει σε ένα σπίτι όπου είναι προσκεκλημένη σε δείπνο , μόνη ανάμεσα σε ένα σωρό καλοπαντρεμένα ζευγάρια που τη χαιρετούν όλο – προσποιητή – χαρά με μία φωνή κάθε ζευγάρι, σαν να πρόκειται για αλλόκοτες δικέφαλες υπάρξεις, αδύνατες να διαχωριστούν σε μονάδες; Θυμόσαστε τον τρόμο στα μάτια της Μπρίτζετ καθώς έπρεπε να υπομείνει ολόκληρο δείπνο με αυτούς τους καλοπαντρεμένους οι οποίοι της απεύθυναν οξεία επίθεση λόγω του ότι ήταν ακόμα ανύπαντρη; Φαντάζεστε, τώρα και το δικό μου, όταν διαπίστωσα, ότι εκτός από τα τρία καλοπαντρεμένα ζευγάρια, θα συνέτρωγα παρέα και με τα βρέφη τους (τα υπολόγισα στα γρήγορα περί τα δύο βρέφη ανά ζεύγος, με μέσο όρο ηλικίας τους δεκα οχτώ μήνες ανά βρέφος). Προφανώς, η μάνα του νεοφώτιστου μωρού, βρήκε επιτέλους, μετά από χρόνια, τρόπο να με εκδικηθεί για όλα εκείνα τα ατελείωτα καλοκαιρινά μεσημέρια που την τραβολογούσα να παίξουμε μπάρμπι, ενώ εκείνη ήθελε απελπισμένα να διαβάσει τη Σούπερ Κατερίνα και να βάψει τα νύχια της. Ή, πάλι, ίσως ποτέ δεν μου συγχώρεσε το γεγονός ότι έβρισκα πάντα τον Θορν πιο σεξυ τύπο.
Όπως και να΄χει, εγώ κάθισα στο τραπέζι, χάρισα ένα εγκάρδιο χαμόγελο σε όλη την παρέα, συστήθηκα και ζήτησα ένα ποτήρι κρασί από το σερβιτόρο, προκαλώντας, ίσως υπερβολικά νωρίς για το δικό μου καλό την αποδοκιμασία των ομοτράπεζών μου. Όταν ήρθε το κρασάκι μου, ήπια μία απολαυστική και δροσιστική γουλιά, και άρχσα να παρατηρώ τα τεκταινόμενα στις διπλανές μου καρέκλες.
Απέναντί μου ακριβώς καθόταν ένα ζευγάρι που είχε ανάμεσά του ένα καροτσάκι μέσα στο οποίο έπαιρνε το μεσημεριανό του υπνάκο Το Πιό Κακομούτσουνο Μωρό του Κόσμου™. Αν θεωρήσουμε ότι τη μάνα του Πιό Κακομούτσουνου Μωρού του Κόσμου™ την έλεγαν Θεοδώρα και τον πατέρα του θοδωρή, η συζήτηση η οποία θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα ανάμεσά τους θα είχε ως εξής:
- (εκείνος) Μα την πίστη μου, θεοδώρα, δεν μπορώ να καταλάβω τί σε κυρίευσε και έφερες αυτό το ασχημομούρικο πλάσμα μαζί σήμερα στην εκκλησία. Δεν είδες πώς μας κοιτούσαν όλοι; Θέλεις να σαμποτάρεις εντελώς την κάθε μου προσπάθεια για κοινωνική άνοδο, διαφημίζοντας αυτή τη δυσμορφία της οποίας τυγχάνω, δυστυχώς, πατέρας;
- (εκείνη) Λυπάμαι, Θοδωρή, εάν έχεις έρθει σε δύσκολη θέση, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι καμμία από τις ακριβοπληρωμένες μας μπέιμπι σίτερ δεν δέχεται να μείνει μόνη στο σπίτι μαζί του. Μην ξεχνάς ότι η τελευταία νοσηλεύεται ακόμα στο Ερίκος Ντυνάν σε κατάσταση βαριού ψυχολογικού σοκ όταν το άκουσε να κλαίει μέσα στη νύχτα και αναγκάστηκε να το κοιτάξει μέσα στο σκοτάδι.
- (εκείνος) Και η μάνα σου; Ούτε εκείνη θέλησε να προσφερθεί; Ας μην ξεχνάμε ότι τα δικά της γονίδια ευθύνονται για τούτη εδώ την αισθητική καταστροφή! (μιλάει με το δάχτυλο να δείχνει Το Πιό Κακομούτσουνο Μωρό του Κόσμου™ το οποίο δεν φαίνεται, μέσα στη φοβερή του ασχήμια, να παίρνει χαμπάρι το τί συμβαίνει πάνω από το καρότσι του) .
- (εκείνη) Να αφήσεις τη μάνα μου έξω από αυτή τη συζήτηση! Και κάλυψε, σε παρακαλώ, αυτό το όνειδος. Ο κόσμος έχει έρθει εδώ για να φάει.
Αντίθετα, η συζήτηση η οποία ελαβε χώρα ανάμεσα στη θεοδώρα και τον θοδωρή και μπροστά στα έκπληκτά μου μάτια, είχε στην πραγματικότητα ως εξής:
-(εκείνος) Είμαι ο πιό περήφανος πατέρας του κόσμου. θεοδώρα, με έχεις κάνει ευτυχισμένο πέρα από κάθε περιγραφή. Το μικρό μας αγγελούδι με κάνει όλο και πιο ολοκληρωμένο άντρα μέρα με τη μέρα, με κάθε του μικρό και μεγάλο επίτευγμα.
- (εκείνη) Θοδωρή, το μωρό μας είναι το δικό μας μικρό αριστουργηματάκι. Αυτά τα ποδαράκια, αυτά τα δαχτυλάκια, αυτό το πανέμορφο (;;;;!!!) προσωπάκι που κοιμάται έτσι αγγελικά, είναι ο καρπός του έρωτά μας. Δεν ήξερα ποτέ ότι ένας άνθρωπος μπορεί να νιώσει τόσο πλήρης όσο εγώ αυτή τη στιγμή.
- (εκείνος) Θεοδώρα, θέλω το συντομότερο δυνατόν να βάλουμε μπρος το επόμενο. Λες να βγεί τόσο όμορφο όσο και αυτός εδώ ο μικρός μας πρίγκηπας;;
Σε αυτό το σημείο απόφάσισα, καθαρά για λόγους αυτοάμυνας, να σταματήσω να ακούω αυτή την απίθανη συζήτηση, και ρούφηξα το κρασί μου αθόρυβα – αλλά αποτελεσματικά, αδειάζοντας το ποτήρι – στρέφοντας το βλέμμα μου στο επόμενο ζευγάρι, το οποίο, άκουγε, μεν, δήθεν όλο ενδιαφέρον και συγκατάβαση τα όσα απίθανα έλεγαν οι γονείς του Πιό Κακομούτσουνου Μωρού του Κόσμου™, στην πραγματικότητα, όμως πίστευαν ότι ο μικρός πρίγκηπας της ασχήμιας έτρωγε την αστρόσκονη των δύο τους κοριτσιών. Αυτό, είχαν, προφανώς μυστικά και πριν ξεκινήσουν από το σπίτι, αποφασίσει να το κάνουν γνωστό διατυμπανίζοντας την υπεροχότητα των θυγατέρων τους σε όποιον είχε την ατυχία να εγκλωβιστεί στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Πιό συγκεκριμένα, άμεσο στόχο τους αποτέλεσα, δυστυχώς, εγώ, η οποία προσπαθούσα, μάταια, να τραβήξω την προσοχή του σερβιτόρου προκειμένου να παραγγείλλω ένα ποτηράκι κρασί ακόμα, το μαγικό χυμό που κάνει όλες τις εφιαλτικές Κυριακές αυτής της ζωής να φαίνονται (αλλά, προφανώς, να μην είναι) ανεκτές. Πριν προλάβω να σιγουρέψω το κρασάκι μου, άκουσα την περήφανη μαμά από δίπλα να μου λέει:
- Ααααχ...οι κόρες μου, οι κόρες μου. Θα έδινα από ένα χέρι και από ένα πόδι για κάθε μία από αυτές, αν χρειαζόταν.
- (προσπάθησα να φανταστώ την εικόνα που θα παρουσίαζε η περήφανη μαμά μετά από αυττη τη συγκινητική της αυτοθυσία και, αναστατωμένη, ρώτησα:) Μα γιατί;
- Τί εννοείτε γιατί; Είστε αφελής; Δεν τις βλέπετε; Είναι δύο θαύματα της φύσης, δύο κομψοτεχνήματα, με ταλέντο στο παζλ και στα πνευματικά παιχνίδια, με απαλά και μυρωδάτα ξανθά μαλάκια και τα γαλανά ματάκια του μπαμπά τους.
- Μα είναι λόγος αυτός για να διαμελιστείτε στα καλά καθούμενα, κυρία μου; (επέμεινα η ανόητη)
- Α, κατάλαβα. Μου απάντησε η περήφανη μαμά σουφρώνοντας τα χείλη και κοιτώντας με παρηγορητικά.
- Τί καταλάβατε; Τί εννοείτε;
- Θέλω να πώ, εσείς μωράκια δεν έχετε...φαίνεται...Τς, τς, τς...Δηλαδή, θα είναι κάπως περίεργα για εσάς, όλοι εμείς σε αυτό το τραπέζι να γνωρίζουμε τί σημαίνει το θαύμα του να είσαι γονιός και να έχεις δημιουργήσει δύο τέλεια πλασματάκια κι εσείς...
- Εγώ πάλι γνωρίζω τί σημαίνει το θαύμα του να είσαι ξύπνιος στις τέσσερεις η ώρα το Σάββατο το πρωί – κάτι που είμαι σίγουρη ότι έχετε πολύ καιρό να κάνετε - και ενώ θα έπρεπε να έχεις πεθάνει από τη βότκα παίρνεις την τελευταία στιγμή την απόφαση να το γυρίσεις σε Μαργαρίτες και όλη η παρέα συμφωνεί και, ναι, πράγματι, πίνετε Μαργαρίτες και το πρωί ξυπνάς και είσαι ακόμα ζωντανός! Δηλαδή αυτό δεν είναι θαύμα;
Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πήρα απάντηση από τους ομοτράπεζούς μου. Με το κεφάλι ψηλά έσπρωξα την καρέκλα μου προς τα πίσω και αρπάζοντας το τσαντάκι μου από τα δόντια του Πιό Κακομούτσουνου Μωρού του Κόσμου™, το οποίο είχε ξυπνήσει από το μεσημεριανό του υπνάκο και βρήκε σκόπιμο να μασουλήσει την γαλάζια μου Λονγκσάμπ για εξάσκηση των τρομακτικών του ούλων, αποχώρησα αξιοπρεπέστατα από αυτό το τραπέζι των δικέφαλων τεράτων.
Πλησίασα το τραπέζι νούμερο δύο, λίγο παραδίπλα, όπου κάθονταν οι γονείς μου, για να αντικρίσω μια όχι πιο ευχάριστη ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου είχε προφανώς προσβάλει θανάσιμα την παραφουσκωμένη κούπ της διπλανής της (η ίδια η μητέρα μου αργότερα, δικαιολογήθηκε υποστηρίζοντας ότι τα τσουλούφια της εν λόγω κουπ έπεφταν διαρκώς στη σαλάτα της και έπρεπε κάτι να κάνει) και η διάθεση στο #2 είχε χαλάσει ανεπανόρθωτα. Ο πατέρας μου με έπιασε από το μπράτσο και μου ψιθύρισε στο αυτί:
- Αυτός ο κουβάς που έχεις παρκάρει εκεί κάτω, πόσα λές να πιάνει στην Αττική Οδό;
Σας πληροφορώ ότι ο Κουβάς, σύσσωμος με τρεις επιβαίνοντες, έπιασε τα 150!