Tuesday, July 10, 2007

ΤΟ ΡΙΓΙΟΥΝΙΟΝ





Λίγο οι πανελλήνιες για δεύτερη χρονιά, λίγο το πανεπιστήμιο, λίγο οι Αυστρίες και η επεισοδιακή επιστροφή εξ αυτών, λίγο το κρασί, λίγο η θάλασσα, λίγο το αγόρι μου, τα χρόνια κουτσοπέρασαν , ήθελα δεν ήθελα έγινα κατά τι σοφότερη (!) και επειδή ου γαρ έρχεται μόνον, ήρθε την Παρασκευή που μας πέρασε και η ώρα για το Ριγιούνιον παλιών συμμαθητών για τον εορτασμό των δέκα χρόνων από την αποφοίτηση εκ του Λυκείου. Εφ’ ω, λοιπόν, και μαζευτήκαμε οι παλαιοί συμμαθητές στο αίθριο του παλαιού μας σχολείου – πίσω από τα γήπεδα του τένις και δίπλα από την πισίνα – με σκοπό να συγκινηθούμε όσο δεν παίρνει.
Όπως θα καταλάβατε από το υπονοούμενο για το τένις και την πισίνα, το σχολείο στο οποίο πήγα δεν ήταν δημόσιο. Είμαι πραγματικά σίγουρη ότι θα έρθει εκείνη η μέρα που το ελληνικό δημόσιο θα δώσει πραγματικά την προσοχή και τα κονδύλια που αξίζουν στην παιδεία του Γένους, και θα χτίσει σχολεία – υπερπαραγωγές, με εγκαταστάσεις που θα τις ζηλεύουν όλοι οι πλούσιοι και διάσημοι, αλλά μέχρι να γυρίσει η υδρόγειος τ΄ ανάσκελο, ο λευκός κύκνος να τραγουδήσει το τραγούδι της παρθένας νεράιδας και να λυθούν τα μάγια που δένουν τα ταμία του κράτους, όποτε ακούτε τις λέξεις «τένις» και «πισίνα» δεν θα πηγαίνει ο νους σας στο Α΄ Λύκειο Κυψέλης. Τέλος πάντων, το ιδιωτικό σχολείο στο οποίο πήγα δεν το διάλεξα εγώ, που άλλωστε ήμουν μόλις 11 χρόνων όταν με έβαλαν να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά οι γονείς μου, οι οποίοι είχαν πολλά και τρομερά όνειρα και φιλοδοξίες για εμένα και τώρα τραβάνε τα μαλλιά τους, μια και τους έχω απογοητεύσει πλήρως, αλλά το κεφάλαιο γονείς βγάζει γέλιο από μόνο του, οπότε δεν χρειάζεται να το μπλέκουμε εδώ, όπου πάμε να γελάσουμε εις βάρος των παλιών μου συμμαθητών. Δεν θα σας πω ποιο ήταν αυτό το σχολείο, αλλά ο κόσμος είναι πολύ μικρός κτλ, κτλ, οπότε όλο και κάποιον γνωστό γνωστού θα έχετε, ρωτήστε να μάθετε ποιο ιδιωτικό αμερικανίζον σχολείο έκανε ριγιούνιον την προηγούμενη Παρασκευή και θα το βρείτε για πλάκα. Μετά θα δημοσιεύσετε το όνομα και θα την πληρώσω εγώ, βεβαίως, που θα έχω δώσει στεγνά όλους αυτούς τους ανεκδιήγητους τύπους που έσκασαν μύτη την Παρασκευή και σιγά μην με καλέσουν στο επόμενο, που θα γίνει σε άλλα δέκα χρόνια. Αλλά επειδή μέχρι τότε παίζει να έχω και παιδιά, ενδεχομένως θα με απαλλάξετε από τα έξοδα της μπέιμπι σίτερ και από τον κίνδυνο να μου ξεγελάσει η πάσα τυχούσα ω περ τον άντρα που θα έχει μείνει μόνος μαζί της στο σπίτι. Αλλά, βεβαίως, προτρέχω.

Η βρώμα για το ριγιούνιον είχε αρχίσει να κυκλοφορεί ήδη εδώ και κανένα τρίμηνο μέσω μέιλ και ράδιο – αρβύλας στους κύκλους των εκ δεκαετίας αποφοίτων. Στη συνέχεια, κάπου στην αρχή του καλοκαιριού, εστάλη και ένα επίσημο μέιλ από τη διοργανώτρια του χάπενινγκ με την οριστική ημερομηνία της μάζωξης, και τη συμβουλή να έχουμε πάει όλοι κομμωτήριο πριν – προφανώς οι τύποι δεν ήθελαν αστυλιζάριστους στη γιορτή τους. Είχα, πραγματικά, κάθε σκοπό να καταφθάσω θεά σε αυτό το ιβέντ και να τους θαμπώσω όλους με τα επιτεύγματά μου και το απαστράπτον παρουσιαστικό μου, ωστόσο ο ανάδρομος Ερμής , ο οποίος έχει ενσκήψει επί του οίκου μου τον τελευταίο καιρό είχε άλλα σχέδια. Μία εβδομάδα πριν το μέγα γεγονός, ένας υπέργηρος πρώην καπετάνιος του Ε.Ν. πήγε και έπεσε πάνω στο κλιουδάκι μου κάνοντάς το ροδέλες, φροντίζοντας να εμφανιστώ στο σχολείο ακριβώς όπως δέκα χρόνια πριν: με το λεωφορείο. Το γεγονός δε ότι όλη την ημέρα στο γραφείο επικρατούσε νομικός πανικός, με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να γυρίσω σπίτι για να σουλουπωθώ και να αλλάξω με οδήγησε τρία τέταρτα πριν από την έναρξη του πάρτυ του εντ ολ πάρτιζζζ στη Ζάρα της Σκουφά, ως τρελή να αναζητώ εκείνο το φορεματάκι που θα έλεγε στους πρώην συμμαθητάς μου: «Κοιτάξτε με. Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, όχι μόνο δεν έχασα το στυλ και τη νεανικότητά μου, αλλά κατάφερα να προσθέσω σε αυτά ωριμότητα, σοφία, επαγγελματική επιτυχία και κοσμοπολίτικο αέρα. » Λοιπόν, τέτοιο φορεματάκι στη Ζάρα δεν έχει. Δεν ξέρω αν έπρεπε να έχω ψάξει και στη Μπένετον ή αν πράγματι πουλούσαν κάτι τέτοιο στη Ζάρα παλιά αλλά είχαν μόλις δώσει το τελευταίο κομμάτι, εγώ αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι πήγα φορώντας τα ρουχαλάκια που έσερνα επάνω μου ολημερίς, από δικαστήριο σε υποθηκοφυλακείο. Είχα, βέβαια, πάει κομμωτήριο, αυτό, ωστόσο, το οποίο γενικότερα χρειαζόμουν, μία μόλις ώρα πριν το μεγάλο τσαφ, ήταν αυτό που ο μπαμπάς μου αποκαλεί γενική επισκευή και πέταμα.

Μια και δυό λοιπόν, έχοντας κάνει την καλύτερη δυνατή προσπάθεια ρετουσαρίσματος και ανασυγκρότησης, ανηφόρισα το δρόμο που επί έξι ολόκληρα χρόνια ανηφόριζα καθημερινώς (ήμουν από τους μη προνομιούχους ανάμεσα στους προνομιούχους τους οποίους έκαναν fly in από τη Γλυφάδα και την Άνοιξη με πούλμαν και πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια ή με το ασθμαίνον λεωφορείο της γραμμής, καθότι έμενα στη γειτονιά) και χαιρέτισα το φρουρό λέγοντάς του ότι έχω έρθει για το ριγιούνιον. Αυτός έριξε μια ματιά από την κορφή των γυαλιστερών και κομμωτηριομένων μαλλιών μου, έως τα χιλιοπατημένα μου σανδάλια και τα μη – πεντικιουρισμένα μου πόδια, την ταλαίπωρη μπορντό δερμάτινη τσάντα χαρτοφύλακα, χασκογέλασε, δεν με πίστεψε, αλλά μάλλον με λυπήθηκε και είπε να με αφήσει να περάσω μια και προφανώς είχα έρθει για να συλήσω τον μπουφέ των προνομιούχων.

Ανεβαίνοντας το διάδρομο προς το αίθριο (σιγά μην χρησιμοποιούσαμε τη λέξη «προαύλιο» σε αυτό το σχολείο, στο οποίο την κάθε ώρα τη λέγαμε «περίοδο» - βλ. πρώτη περίοδος λογοτεχνία, δεύτερη περίοδος εμείς και το σκουός – και στο οποίο των Ευχαριστιών είχαμε κανονική αργία!) άρχισα αντανακλαστικά και πραγματικά, σα να μην είχε περάσει μια μέρα, να αναρωτιέμαι εάν θυμήθηκα να πάρω μαζί μου το τετράδιο της χημείας και αν στριμμένος θα μας έβαζε ωριαίο άλγεβρα. Τσίμπησα τον εαυτό μου, προκειμένου να επανέλθει στην πραγματικότητα, και άρχισα να επαναλαμβάνω από μέσα μου (νομίζω) τη φράση «am grown up, emancipated person in my own right, not schoolgirl», κατά το πρότυπο της μεγάλης δασκάλας Μπρίτζετ Τζοουνς. Φτάνοντας στην είσοδο του αίθριου έπεσα επάνω σε έναν καραφλό τύπο με τρελή μπυροκοιλιά, που μου χαμογελούσε σαν να του έφερνα τα κέρδη της ημέρας από τις μετοχές του Γκούγκλ.

Έκανα την κλασσική κίνηση, ελέγχοντας πίσω από τον ώμο μου, μπας και χαμογελούσε σε κάποιον άλλο, και όταν διαπίστωσα ότι πίσω μου υπήρχε μόνο το χάος, γύρισα το βλέμμα μου πάλι σε αυτόν, του άστραψα ένα από τα πιο βιασμένα και φέικ χαμόγελα που γίνεται, και, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα ποιος είναι, τον άκουσα να ουρλιάζει με ενθουσιασμό:
- ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΕΕΕΕΕΕΕΥΩ!!! ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ ΣΥ!!!!!!;;;

Ο μπυροκοιλιάς άνοιξε τα χοντρά του μπράτσα και πριν το καταλάβω με είχε γραπώσει και με αγκάλιαζε. Μέσα από τα αναφιλητά του (και ενώ τα δάκρυα συγκίνησής του κατέστρεφαν το μόνο όμορφο πράγμα επάνω μου, τα μαλλιά μου) κατάφερα να ακούσω το – πραγματικό – όνομά μου, όπερ και σήμαινε ότι ο μπουλούκος κι εγώ κάποτε γνωριζόμασταν . Καταφέρνοντας με κόπο να ξεφύγω από το φοβερό του αγκάλιασμα αποστασιοποιήθηκα για μισό μέτρο και του έριξα μία ερευνητική ματιά (προσπαθώντας, ωστόσο, να την συγκαλύψω, για να μη πάρει χαμπάρι ο τυπάς ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα ποιος είναι). Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει, δεν έβγαζα απολύτως καμία άκρη, ο τύπος θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, ξεκινώντας από τον Μπαντ Σπένσερ και τελειώνοντας στον Θεόδωρο Πάγκαλο, όταν αποφάσισα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά όλο το βράδυ, να προσποιούμαι δηλαδή ότι ξέρω κόσμο και να ζω μέσα στην υποκρισία μέχρι να έρθει η ώρα να πάρω το τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι μου , οπότε αποφάσισα να επιτεθώ με το πιο δυνατό μου όπλο, τη γνωστή μου ειλικρίνεια:
- Σοβαρά τώρα, ποιος είσαι;

Του μπυροκοιλιά του στοίχισε πάρα πολύ αυτή μου η άγνοια. Μου έριξε ένα σιχαμερό βλέμμα απέχθειας, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε, ανοίγοντάς μου το οπτικό πεδίο στο υπόλοιπο αίθριο. Μπρος μου απλώνονταν αμέτρητες παρεούλες παλαιών συμμαθητών, αναγνωρίσιμων και μη, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους ποτήρια του μαρτίνι με ένα ροζουλί υγρό μέσα τους, συζητούσαν συγκριτικά για τα πανεπιστήμια Αγγλίας και Αμερικής και άστραφταν ο ένας στον άλλο προνομιούχα χαμόγελα. Είχα ξαναπέσει, με τη θέλησή μου αυτή τη φορά, στο λάκο με τα φίδια.

(συνεχίζεται)